Περί μαγκιάςΤΙΣ άγιες τούτες ημέρες λίγη νηστεία από τα βαρετά θέματα της εκπαίδευσης και της έρευνας καό θα κάνει στη στήλη. Αλλωστε υπάρχει μείζον πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία: «Τι εστί μάγκας;». Και να τι λένε οι μάγκες, μέσω της προπολεμικής δισκογραφίας, περί του συναφιού τους:
Ορισμός του μάγκα: «Είμαι φίνος μάγκας, πρώτος τεκετζής, είμαι και μαγκιόρος μπαρμπουτζής», «Εμαθα πως είσαι μάγκας, μερακλής, χασικλής και νταβατζής», «Αν είσαι φίνος μάγκας, πού 'ν' τα μπεγλέρια σου, αν είσαι και σερέτης, πού 'ν' τα μαχαίρια σου;» και των αρετών του: «Χτες το βράδυ στο μπαρμπούτι, μου τη σκάσαν μπαλαμούτι», «Οποιανού χρωστούσα του τ' απόμεινα».
Μάγκικα επαγγέλματα: «Η τύχη μου το 'φερε να κλέψω ένα σακάκι», «Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία, δύο λαχανάδες (πορτοφολάδες) πιάσανε...», «Τα 'κονομούσα έξυπνα και πάντοτε στη ζούλα, γιατί 'μουνα λαθρέμπορας και τα πουλούσα ούλα».
Οι κυρίες τους: «Μόρτη θέλω κι ας πεθάνω, να φουμάρει και το μαύρο», «Μου 'πες να γίνω μπελαλής, να γίνω αλανιάρης, να γίνω μόρτης, χασικλής, και τότε θα με πάρεις»!
Επαφές με τον νόμο: «Με μπαμπεσιά με πιάσανε, κι άδικα με δικάσανε», «Τα γκλομπ βαρούσαν δώδεκα και 'μείς μαστουρωμένοι, τρεις κάμες ξεβρακώσαμε, μα βγήκαμε χαμένοι».
Περί της άδολης ψυχής τους: «Τώρα θα κάνω έφεση, μήπως με βγάλουν όξω, κακούργα, δολοφόνισσα, για να σε πετσοκόψω. Θα σου 'χυνα πετρέλαιο κι ύστερα να σε κάψω και μέσ' στο ξεροπήγαδο να πάω να σε πετάξω» (Μάρκος Βαμβακάρης, προτού γράψει για τα ματόκλαδά της) και του υπόβαθρου της κουλτούρας τους: «Σαν μαστουρωθείς, γίνεσαι ευθύς, βασιλιάς, δικτά(κ)τορας, θεός και κοσμοκράτορας»!!!
ΜΕ ΒΑΣΗ τα παραπάνω είναι προφανές ότι οι μάγκες του Μεσοπολέμου καλά παιδιά δεν ήταν. Κανέναν δε ηρωικό χαρακτήρα δεν μπορεί να βρει κανείς στις πράξεις ή στα τραγούδια τους. Μικροκακοποιοί, χασικλήδες (και βάλε όπως: «απ' τις μυτιές που τράβαγα, άρχισα και βελόνι») ήταν. Το μόνο καλό τους ήταν η μουσική που άκουγαν και έπαιζαν. Καθαρόαιμη ελληνική μουσική, με ρίζες στους Ελληνες της Ανατολής και πλούσιο εντόπιο (πειραιώτικο) αυτοσχεδιασμό.
Φυσικά, η συντηρητική ελληνική κοινωνία δεν επέτρεπε να ηχογραφούνται τα μάγκικα τραγούδια με τα πραγματικά τους λόγια. Και ο Τσιτσάνης τη «μαστούρα» στον τεκέ του Σιδέρη «σκοτούρα» την τραγουδούσε. Οπότε αποκτήσαμε ευνουχισμένα μάγκικα τραγούδια, που περιείχαν Ζαΐρες, σεΐχηδες, Μισιρλούδες, βεδουίνες, γιαχαμπίμπικα - γιαλελέλια, οντάδες και πασάδες. Η μουσική όμως δεν έπαυε να είναι ωραία και χορευτική. Και τι ήταν άλλωστε ο ανταγωνισμός; Στο μικροαστικό σπίτι μου ακούγαμε ιταλικές και ελληνικές όπερες και οπερέτες και ελαφρά (δυτικού στυλ) ελληνικά τραγούδια. Και χορεύαμε: βαλς, ταγκό, φοξ-τροτ, σλόου, πάσο ντόμπλε, ρούμπα, σάμπα, μάμπο, μπιγκίν, σουίνγκ, μπούγκι - γούγκι, ράσμπα και δεν συμμαζεύεται.
Ετσι, λίγοι από εμάς στραφήκαμε προς τα ρεμπέτικα τραγούδια, που ούτε το ραδιόφωνο δεν έβαζε συχνά. Και βρέθηκα στα δεκαεπτά μου να χορεύω ζεϊμπέκικο από πλάκες 78 στροφών στο «Μαντράκι», στην άκρη του Πασαλιμανιού προς Φρεαττύδα, στον Περαία. Υπήρχαν και λίγα μαγαζιά όπου έπαιζαν ρεμπέτικα τραγούδια και ξενυχτούσαν οι μεγάλοι. Οι μικροί ούτε λεφτά είχαμε ούτε θα μας άφηναν να μπούμε άλλωστε. Στο «Μαντράκι», όμως, που ήταν πάμφθηνο, χορεύαμε τον «Μάγκα απ' το Βοτανικό». Μάγκα όμως δεν είχα συναντήσει στη ζωή μου και ούτε έχω ως σήμερα. Ο περίφημος, όπως μετά έμαθα, Γιώργος Μπάτης γύριζε τη δεκαετία του '50 στις υπαίθριες ταβέρνες της Φρεαττύδας και βγάζοντας από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του το μπαγλαμαδάκι τραγουδούσε για τη δραχμή που του έδινε ο πατέρας μου, για τον «λαγό, τον πονηρό, που μπήκε στης παπαδιάς τ' αμπέλι». Μόνο για μάγκας δεν μου γέμιζε το μάτι. Κάτι άλλοι φτωχοντυμένοι που τους βρίσκαμε στις σπηλιές της Πειραϊκής (προτού καταστρέψει τα βράχια με μπάζα ο περιβαλλοντολογικός εγκληματίας Σκυλίτσης), όπου κατεβαίναμε για μπάνιο και ψάρεμα, μπορεί μεν να κάπνιζαν χασίσι, από μαγκιά όμως δεν έτρεχε κάστανο.
ΕΔΩ ΛΟΙΠΟΝ ο μάγκας, εκεί ο μάγκας, πού είναι ο μάγκας; Με μεγάλο ενδιαφέρον παρατηρώ σήμερα, όπου σε πολλές περιπτώσεις λένε τα παλιά ρεμπέτικα τραγούδια με τα κανονικά τους λόγια, την αντίδραση του κοινού. Λίγα χρόνια πριν σε παράσταση του «Αμήν Αμάν» (χωρίς τα τραγούδια του Ξαρχάκου) εντύπωση μου είχε κάνει ο κ. Εβερτ που με ενθουσιασμό χειροκροτούσε χασικλίδικα τραγούδια που εξυμνούσαν... τη βαριά μαστούρα. Γενικότερα χαριτωμένη (ας πούμε) είναι η αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας που τιμωρεί με βαριές ποινές την απλή χρήση προϊόντων κανναβουριάς (το κανναβουράκι του Θεού, που έλεγε ο μεγάλος Τσιφόρος), ενώ συγχρόνως εκστασιάζεται με τα μαστουροτράγουδα.
Υπάρχουν λοιπόν «μάγκες»; Είναι η «μαγκιά» ιδιότητα που πρέπει να επιδιώκεται ή να αποφεύγεται; Οι τραγουδιστές του ρεμπέτικου, που κουβαλάνε σίδερο και καπνίζουν χασίσι, είναι μάγκες; Και τι θα γινότανε αν είχαμε και μάγκα πολιτικό; Και εδώ που τα λέμε, μάλλον είχαμε ως πρόσφατα. Τον αείμνηστο Αντρέα, που, παρ' ότι κολεγιόπαις, και ζεϊμπέκικο χόρευε (επειδή του άρεσε και όχι για να τον δουν) και σιδερικό έφερε (τουλάχιστον στο ντουλάπι του αυτοκινήτου του). Αν συνδυάσεις τα παραπάνω με το γεγονός ότι είχε διατελέσει και πρύτανης ιδιαίτερα καλού αμερικανικού πανεπιστημίου, ίσως βοηθηθεί η κατανόηση της απόλυτα υποτακτικής στάσης απάντων των πασόκων μπροστά του. Αλλωστε, αυτός δεν ήταν που, μάγκικα, τους έκανε αφεντικά, παρά τα απανωτά λάθη πολιτικής που όλοι τώρα ανακαλύπτουν;
Ο κ. Θ. Λουκάκης είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.πηγή:
Το Βήμα