Αγορά - Πολιτική Εξουσία - Δημοκρατία

Οι απόψεις σας πάνω σε γενικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα αναλύονται εδώ.

Αγορά - Πολιτική Εξουσία - Δημοκρατία

Δημοσίευσηαπό gandalf » Δευτ, 18 Αύγ 2008 1:49 pm

Μια πολύ ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, ανάλυση από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού "Θέσεις" σχετικά με τη σχέση της πολιτικής εξουσίας και συνολικά του πολιτικού συστήματος με την λειτουργία και τις "διεργασίες" της αγοράς:

1. Η εικόνα της αστάθειας


Στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας από τη μεταπολίτευση και εξής δύσκολα εντοπίζει κανείς συγκυρία με τόσο αρνητικούς, επί μακρόν εμπεδωμένους, ταξικούς συσχετισμούς: το κεφάλαιο με αδιαμφισβήτητη ισχύ φυσικού νόμου και η εργασία εξαρτημένη και αδύναμη να διεκδικεί το πάλαι ποτέ αυτονόητο. Και πάλι εξίσου δύσκολα θα βρει κανείς ιστορική περίοδο κατά την οποία η παγιωμένη κοινωνική δυναμική υπέρ του κεφαλαίου συμβαδίζει με μια παραπαίουσα πολιτική σκηνή, σε μια πολιτική συγκυρία που αποπνέει θεμελιακή αστάθεια. Από τα «μεγάλα» της παγκοσμιοποίησης έως τα «μικρά» της καθημερινότητας, είναι πλέον ορατό πως η πολιτική «αδυνατεί» να παρέμβει στο φάσμα των κοινωνικών συσχετισμών. Από τη μια πλευρά το κόστος διαβίωσης με τις τιμές των βασικών προϊόντων διατροφής, τις πρώτες ύλες, το πετρέλαιο να ακολουθούν τη «βουλησιαρχία» των αγορών. Από την άλλη, η καλπάζουσα ορατή διαφθορά, με το κόστος αναπαραγωγής του πολιτικού προσωπικού να εκτοξεύεται σε ύψη τα οποία ουδείς δύναται να διαχειριστεί πολιτικά. Και όλα αυτά με τη μόνιμη πλεονάζουσα ρευστότητα του χρήματος των ολίγων να κυριαρχεί προκλητικά πάνω στην εξίσου μόνιμη λιτότητα και περιστολή της βάσης αναπαραγωγής των πολλών.

Η παραπάνω εικόνα δεν αποτελεί αυθαίρετη ερμηνεία επιπόλαιου εξωτερικού παρατηρητή. Τεκμηριώνεται σε αντικειμενικές καταγραφές της κοινής γνώμης στις δημοσκοπήσεις, όπου τα κυβερνητικά κόμματα καταποντίζονται σε σημείο που τα ποσοστά τους αρχίζουν πλέον να υπολείπονται αθροιστικά του 50% του εκλογικού σώματος. Ενώ η διατήρηση της υπάρχουσας διαφοράς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υποδηλώνει με σαφήνεια ότι η κοινή γνώμη δεν προσβλέπει στην εναλλαγή, ως λύση για την αστάθεια. Και ακόμη, ο καθεστωτισμός του τρόπου διαχείρισης της πλεονάζουσας οικονομικής και πολιτικής ρευστότητας δεν γίνεται αντιληπτός ως συμπτωματική παραβίαση από «λίγους άφρονες» των κανόνων «χρηστής διοίκησης», αλλά ως καταστατικό στοιχείο της τρέχουσας κρατικής διαχείρισης. Η ωμή ομολογία του «τρόπου που γίνονται οι δουλειές», ο ατομικός και συλλογικός - κομματικός χρηματισμός, η υποκρισία στη θέσπιση κανόνων και η ανοιχτή και προκλητική παραβίασή τους, δείχνουν μια πολιτική τάξη διαχειριστών που συμπλέει ανοιχτά με το κεφάλαιο, ταυτίζεται με τους στόχους και τις επιδιώξεις του, αμείβεται απευθείας από αυτό και ακκίζεται με τις υπηρεσίες που του παρέχει, ενώ διατείνεται με περισσή «αφέλεια» ότι δεν διακρίνει «πού είναι το πρόβλημα».

Μήπως όμως πρόκειται για μεθόδευση, καθοδηγούμενη κλιμάκωση η οποία οφείλεται στη δράση «σκοτεινών» δυνάμεων που απεργάζονται δεινά επιδιώκοντας την από τα πάνω ανατροπή του πολιτικού σκηνικού; Μήπως η «αόρατη χειρ» του κράτους απαξιώνει τα πάντα και κυρίως το πολιτικό προσωπικό για να χαλαρώσει του αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και να «ιταλοποιήσει» την πολιτική ζωή με την εισβολή του «κόμματος των επιχειρηματιών»;

Τελικά τι απ’ όλα αυτά συμβαίνει; Και πόσο αδύναμη ή υπονομευμένη είναι η πολιτική;


2. Η «δημοκρατία» της πολιτικής εξουσίας...

Η πολιτική βρέθηκε στο εδώλιο την τελευταία περίοδο για την πρόδηλη αδυναμία της να δώσει επαρκείς εξηγήσεις σε απλά ζητήματα. Διότι το να επιχειρηματολογείς για τα (μικρά) περιθώρια που έχεις ως κρατική διαχείριση απέναντι στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση των subprimes, ή την αλυσιδωτή πτώση των χρηματιστηρίων, ή την άνοδο των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή τις επιπτώσεις της συνδυασμένης ανόδου της τιμής του πετρελαίου και πτώσης της ισοτιμίας του δολαρίου πάνω στα πραγματικά οικονομικά μεγέθη και τους εθνικούς λογαριασμούς, είναι θεμιτό. Να διατείνεσαι όμως ότι δεν απαιτείται να θέσεις την Ευρωπαϊκή Συνθήκη στην κρίση της «λαϊκής ετυμηγορίας» με δημοψήφισμα μάλλον αποτελεί ένδειξη θράσους. Ιδίως αν οι πιθανότητες για «θετικό» αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά πενιχρές!

Τι υποδηλώνει άραγε ο έωλος ισχυρισμός ότι σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα (του οποίου η θριαμβευτική επικύρωση με μεγάλες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες έλαβε άδοξο τέλος όταν απορρίφθηκε πανηγυρικά σε δύο λαϊκές ετυμηγορίες) η Ευρωπαϊκή Συνθήκη δεν απαιτεί καταστατική διαδικασία προσφυγής σε δημοψήφισμα, αν όχι μια μάταιη προσπάθεια να αποφευχθούν νέες «περιπέτειες»; Τι είδους στάση είναι αυτή απέναντι στην υπόγεια κίνηση των κοινωνικών αντιφάσεων και πόσο φόβο υποκρύπτει η προσπάθεια στεγανοποίησης των πολιτικών διεργασιών στις ευρύχωρες αίθουσες των κοινοβουλίων; Τι αναδεικνύει η δυναμική του «όχι» που δείχνει να αξιοποιεί αντιφάσεις τις οποίες αδυνατεί να εκφράσει, να ομογενοποιήσει ή να τιθασεύσει – πόσο μάλλον να συμπυκνώσει – η επίσημη πολιτική; Ποιες πολιτικές υστερήσεις και αδυναμίες προσπαθεί να συγκαλύψει η ταχυδακτυλουργία της «Επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου», που ανάλογα με τις διαθέσεις και τις ανάγκες των κρατούντων «γνωματεύει» με στόχο τον αφοπλισμό των από κάτω;

Η Συνταγματική Συνθήκη συνιστά εγχείρημα πρώτης πολιτικής ιεράρχησης που στόχο έχει να επαναφέρει από τη «θύρα υπηρεσίας» όλα όσα πανηγυρικά απορρίφθηκαν την προηγούμενη περίοδο περιβάλλοντάς τα με ελαφρώς «λειτουργικότερο» περίβλημα. Πρόκειται για την «Ευρώπη της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας» ως «από θεού» συνταγματικό πλαίσιο, μαζί με «λειτουργικές» βελτιώσεις στη Διοίκηση, ήτοι κατάργηση της ομοφωνίας και εισαγωγή πλειοψηφικού συστήματος λήψης αποφάσεων (μια λειτουργία τύπου Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την εκ περιτροπής εκπροσώπηση των μελών στα όργανα). Είναι συνοπτικά η εμπέδωση των πολλών ταχυτήτων χάριν της αποτελεσματικότητας. Διανθισμένη με μια υποτιθέμενη «πολιτική ενότητα» προς τα έξω (ο Ευρωπαίος «Υπουργός Εξωτερικών») όταν ειδικά η εξωτερική πολιτική και η σχέση με τις ΗΠΑ είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο εθνικών διαφοροποιήσεων. Γιατί στα «εσωτερικά» ζητήματα υπάρχει αγαστή σύμπνοια απέναντι στις διεκδικήσεις των από κάτω: αρκεί να αναφέρουμε πόσο εύκολα και γρήγορα συμφώνησαν όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες στην πρόσφατη σύνοδο να παραπέμψουν την ενίσχυση των «αδυνάτων» απέναντι στην κρίση σε «διαβουλεύσεις» το φθινόπωρο.

Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που οι κρατούντες οχυρώνονται πίσω από την τυπική / συμβολική έγκριση θεμελιωδών ζητημάτων μέσα στις αίθουσες του Κοινοβουλίου με επίπλαστες «συντριπτικές» πλειοψηφίες του 80 και 90% για να συγκαλύψουν (;) την αντίθεση της πλειονότητας των κυριαρχούμενων; Τι εκπροσωπεί τελικά το αντιπροσωπευτικό σύστημα αν η οργάνωση της συναίνεσης είναι μόνο λάθρα εφικτή; Και τι είναι αυτό που αδυνατούν να εξηγήσουν στους «ατίθασους» υπηκόους και το κρύβουν πίσω από τεχνάσματα συνταγματολόγων τα οποία ανερυθρίαστα προβάλλουν την «αντιφατική πολυσημία» της αρνητικής σε αντίστιξη προς την «κρυστάλλινη μονολιθικότητα» της θετικής ψήφου; Η «Ευρώπη» των πολιτικών εξουσιών είναι ένα παράξενο ζώο που νοιώθει εξαιρετικά άβολα με την πολιτική, τις αντιφάσεις, τις ανατροπές. Ιδίως με αυτό το ηχηρό αν και παροπλισμένο «όχι» των δημοψηφισμάτων.


3. ... και η κίνηση των κοινωνικών αντιφάσεων

Οι σύγχρονοι διαχειριστές αντιμετωπίζουν λοιπόν την πολιτική με εξαιρετικά στεγανοποιητικό τρόπο. Επιφανειακά, σύμφωνα με αυτή τη συνταγή, η Ευρώπη πάσχει από λειτουργική αφλογιστία η οποία δεν θεραπεύεται με τη «δημοκρατία», τη συστηματική προσφυγή στην ετυμηγορία των πολλών, αλλά με κατάλληλες κινήσεις στους μοχλούς της εξουσίας, προσαρμογές στα «λειτουργικά μοντέλα», προστασία από τη «διάβρωση» των κοινωνικών αντιφάσεων, εξοβελισμό του κοινωνικού «ανορθολογισμού» από τους κρατικούς μηχανισμούς. Τελικά με την επιβολή ενός «ορθολογικού» διαχειριστικού σχεδίου.

Ένα ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο στον κοινωνικό σχηματισμό διασφαλίζει εν γένει τα στρατηγικά συμφέροντα του άρχοντος συγκροτήματος και αποτρέπει την αμφισβήτηση της εξουσίας οργανώνοντας τη συναίνεση των κυριαρχουμένων. Όσο η οργάνωση της συναίνεσης αποτελεί επίδικο αντικείμενο, όσο η αντίσταση των «από κάτω» είναι η κύρια μέριμνα, ταυτόχρονα απειλή και φόβητρο ήττας στον κοινωνικό ανταγωνισμό, η πολιτική ως συμπύκνωση των αντιφάσεων και ενστάλαξη των σχέσεων κυριαρχίας στον κοινωνικό συσχετισμό αποκτά την πρωτοκαθεδρία. Όταν όμως ο φόβος εκλείπει τότε προβάλλει ολοένα περισσότερο το διαχειριστικό σκέλος ως τρόπος χειρισμού των αντιφάσεων στο εσωτερικό του μπλοκ εξουσίας. Και καταστατικό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ρύθμισης γίνεται η διαχείριση των εσωτερικών ανταγωνισμών στο μπλοκ του κεφαλαίου. Και ρύθμιση του ανταγωνισμού των κεφαλαίων συνεπάγεται αγορά, την άλλη όψη του ανταγωνισμού, χώρο απόλυτης αντίθεσης των «ίσων». Η οποία στην παρούσα συγκυρία φαίνεται να επεκτείνεται με τη μορφή πραγματικών ή εικονικών αγορών για να περιλάβει το σύνολο των κοινωνικών αντιφάσεων, οι οποίες οφείλουν πλέον να λειτουργούν υπό καθεστώς ατομικού ανταγωνισμού, σύγκρουσης των «ίσων», ώστε να υπάρξει η συνισταμένη που θα επιβάλλει η «αόρατη χειρ».

Η αποτελεσματικότητα του σχήματος και της μεθόδου δεν μπορεί παρά να τεκμηριώνεται στο αποτέλεσμα. Πρόκειται για την κοινωνία των «ευκαιριών», όπου οι ατομικοί ανταγωνισμοί κονταροχτυπιούνται για την αξιοποίηση των ευκαιριών σε αντικατάσταση μιας αναποτελεσματικής «άγονης πολιτικής» και ανορθολογικών «αρχαϊκών αντιφάσεων». Έτσι παράγεται «έργο»: Για να παράγει «έργο» η Ευρώπη, να γίνει αποτελεσματική, να «αποφύγει την παράλυση», πρέπει να στραφεί στο αποτέλεσμα, την αποδοτικότητα, την ευελιξία, την προσαρμοστικότητα, την εστίαση στον διεθνή «ανταγωνισμό» με τις ΗΠΑ. Ακόμη και η ανάδειξη της ανάγκης για κοινές Ευρωπαϊκές δομές (ο Ευρωπαίος «Υπουργός Εξωτερικών») ορίζεται με αναφορά στον ανταγωνισμό, στη διεθνή «αγορά» της εξωτερικής πολιτικής, την υποστήριξη των Ευρωπαϊκών (εθνικών) κεφαλαίων απέναντι σε εκείνα των ΗΠΑ.

Και με αυτό τον τρόπο καταγράφεται η μεγάλη υποθήκη του νέου σχήματος διαχείρισης που έρχεται να αντικαταστήσει την «παρωχημένη πολιτική»: την οργάνωση της συναίνεσης διαδέχεται η προσπάθεια δημιουργίας πλαισίου «αγορών» παντού, για να αναλάβουν αυτές με τη βοήθεια των μηχανισμών του καπιταλιστικού ανταγωνισμού τη δημιουργία συνισταμένης, δίκαιου πλαισίου διευρυμένης αναπαραγωγής της κοινωνίας σύμφωνα με τους κανόνες του.

Η αγορά ως υποκατάστατο της πολιτικής με το «έργο» ως υποκατάστατο του πολιτικού αποτελέσματος.


4. Το πολιτικό προσωπικό

Οι μετασχηματισμοί όμως έχουν επιπτώσεις. Αν η «πολιτική» αποχωρίζεται τη διαχείριση και η οργάνωση της συναίνεσης εκφυλίζεται σε απλή οργάνωση των «αγορών» που διαχειρίζονται στο εξής την κοινωνική δυναμική, τότε απαιτείται και διαφορετικό πολιτικό προσωπικό. Αν ο πολιτικός ιδεολογικός μηχανισμός με τα κόμματα στον πυρήνα του συνιστούσε τον βασικό μοχλό «άσκησης πολιτικής» από τους κρατούντες, η νέα συγκυρία δεν εξυπηρετείται από παρόμοια πρότυπα. Η «δημοκρατία» – ως κυρίαρχη ιδεολογία του μηχανισμού, με κύρια όψη το ιδεολόγημα της συμμετοχής, την οργάνωση της συναίνεσης, τη βουλησιαρχία ως χίμαιρα- συμπλήρωμα της νομικής ιδεολογίας και των ισορροπιών του συστήματος αντιπροσώπευσης – υποχωρεί μπροστά στους κανόνες και τις επιταγές διαχείρισης των «αγορών».

Οι αγορές έχουν δείξει το δρόμο για την επιτυχία του εγχειρήματος «ανταγωνιστική Ευρώπη» αξιοποιώντας τους πολιτικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς χωρίς την περιπέτεια των δημοψηφισμάτων. Και έχουν ήδη παράγει «αποτέλεσμα»: έχουν «ψηφίσει» την εργασιακή ευελιξία, την ασφαλιστική απαξίωση, τον εφεδρικό στρατό, την ανασφάλιστη εργασία των μεταναστών, κλπ. Και έχουν διασφαλίσει τη γενικευμένη αναπαραγωγή τους με τη δημιουργία δευτερογενών αγορών που εμπορεύονται τις πρώτες, και τριτογενών για τις δεύτερες, με θαυμαστές επινοήσεις «προϊόντων» που απλά επιβεβαιώνουν ότι η πηγή κάθε αξίας είναι το χρήμα που δημιουργεί περισσότερο χρήμα. Δείχνοντας πού πραγματικά βρίσκονται οι μοχλοί εξουσίας και ποιο είναι το ειδικό βάρος της «λαϊκής ετυμηγορίας», αλλά και του πολιτικού προσωπικού που «παράγεται» από αυτήν.

Η απαξίωση όμως του πολιτικού προσωπικού σύμφωνα με τα παραπάνω δεν ερμηνεύεται με τις τρέχουσες λαϊκές δοξασίες της «διαπλοκής», της άμεσης σύνδεσής του με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα. Δεν οφείλεται στην εξάρτησή του από το μεμονωμένο κεφάλαιο και την έλλειψη προσήλωσης στο «συμφέρον του έθνους». Η απαξίωση του πολιτικού προσωπικού είναι παράγωγο της υποχώρησης της πολιτικής υπό το βάρος της γενικευμένης κυριαρχίας των μηχανισμών της αγοράς, δηλαδή της κυριαρχίας μιας συνισταμένης «ίσων» ατομικών εγωισμών μέσω της «αόρατης χειρός» αντί της οργάνωσης της συναίνεσης με βάση την ιεραρχημένη κίνηση των αντιφάσεων. Η απαξία του πολιτικού προσωπικού προκύπτει από την ίδια την αδυναμία του να ασκήσει πολιτική διαχείριση: προκρίνοντας τη ρύθμιση μέσω των αγορών, υποβιβάζει στο απολύτως ελάχιστο την όποια αναγκαιότητά του.

Να ποιο είναι το πραγματικό «δημοκρατικό έλλειμμα». Η μόνη δημοκρατία που αναγνωρίζει η άρχουσα τάξη και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετεί τους στόχους της είναι η γενίκευση των αγορών, η μάχη των ατομικών εγωισμών και η παντοκρατορία της αόρατης χειρός του ανταγωνισμού των μεμονωμένων κεφαλαίων. Το ότι αποκομίζει και κάποια «ατομικά» οφέλη από τη ρευστότητα στην κρίση μπορεί να προκαλεί «αποτροπιασμό» αλλά είναι μάλλον τρέχουσα πρακτική.

Υπό αυτό το πρίσμα έχουν απόλυτο δίκιο οι κρατούντες και τα φερέφωνά τους όταν προσπαθούν να απαξιώσουν το «όχι» των δημοψηφισμάτων με το επιχείρημα ότι «δεν απαντά στο ερώτημα που τίθεται αλλά τοποθετείται αρνητικά απέναντι στους διαχειριστές και τις πρακτικές τους». Γιατί το ερώτημα που τίθεται βρίσκεται πράγματι σε ευθεία σύνδεση με τις πρακτικές των κυρίαρχων αστικών μερίδων και του πολιτικού προσωπικού τους, που περιφρονεί τις κοινωνικές αντιφάσεις και στηρίζεται στους μηχανισμούς των αγορών για να επιβάλει τους συσχετισμούς δύναμης.


5. Ο κοινωνικός μεσαίωνας

Οι υπέρμαχοι της Ευρώπης του Συντάγματος και της Συνθήκης δεν είναι άλλοι από τους ένθερμους θιασώτες και υπηρέτες της αγοράς: είναι αυτοί που οργανώνουν την υπαγωγή των κοινωνικών αντιφάσεων στις αγορές, που μεριμνούν ώστε η κάθε αντίφαση να υπαχθεί στην πρωτοκαθεδρία του ανταγωνισμού. Με πρακτικά αποτελέσματα:

Περνάει κάποιος στον (υπό)κοσμο της ανεργίας; Θα πάρει επιδότηση για να φτιάξει επιχείρηση και να μπει και αυτός στον κύκλο του ανταγωνισμού και των αγορών.

Υπάρχει κοινωνική προστασία στη χώρα Α, η οποία επομένως δεν είναι ελκυστική για το κεφάλαιο; «Διευρύνουμε» την αγορά εργασίας της ευέλικτης χώρας Β που «διαθέτει» ελαστικές εργασιακές σχέσεις και η επιχείρηση λειτουργεί στην «άκαμπτη» επικράτεια Α ως εργασιακά ευέλικτος θύλακας.

«Ενοχλούν» οι υπερωρίες γιατί κοστίζουν και επιπλέον προστατεύουν την εργασία στη διαδικασία αναπαραγωγής της; Θεσπίζουμε την εργάσιμη εβδομάδα ή τον εργάσιμο μήνα με μέση απασχόληση σε μεγάλο χρονικό ορίζοντα όπου οι συσχετισμοί το επιτρέπουν, και διευρύνουμε τις αγορές εργασιακών δικαιωμάτων για να μπορέσουν να καμφθούν οι αντιστάσεις των «οπισθοδρομικών».

Δημιουργούνται λοιπόν πυρήνες αγοράς με τις «προωθημένες» για το κεφάλαιο κοινωνικές σχέσεις και οι δυνάμεις του ανταγωνισμού αναλαμβάνουν στη συνέχεια να φέρουν σε πέρας τη διαδικασία χωρίς περιττά «υποκείμενα», αλλά με πολλά «τυφλά χέρια» να ανοίγουν το δρόμο για θεσμούς που παγιώνουν τους νέους, ακόμη δυσμενέστερους, συσχετισμούς.

Η Ευρώπη της «ανταγωνιστικότητας που θα σταθεί στη διεθνή αρένα» είναι η εξίσωση προς τα κάτω, η πύλη προς ένα κόσμο όπου:

- το κυρίαρχο στοιχείο είναι οι ευκαιρίες και όχι τα δικαιώματα,

- η οικονομία ορίζεται κατά κύριο λόγο από τα χρηματοοικονομικά προϊόντα,

- η ευελιξία ισχύει εξίσου για τον θύτη και το θύμα,

- η κινητικότητα του κεφαλαίου με κίνητρο την παραγωγή για το κέρδος είναι «ίση» με την κινητικότητα του οικονομικού μετανάστη για την επιβίωση,

- η «πολιτική» εξορθολογίζεται ως θεραπαινίδα των αγορών,

- το πολιτικό προσωπικό θητεύει στην ίδια την απαξίωσή του δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη νέα εποχή χωρίς περιττά πολιτικά υποκείμενα που δημιουργούν εύκολους στόχους, αλλά με κινητήρια δύναμη την αγορά και τους μηχανισμούς της που μετατοπίζουν την «ανυπόστατη χάραξη» προς ολοένα δυσμενέστερες θέσεις.


6. Το Πανεπιστήμιο της αγοράς

Η «αγορά» αποδείχθηκε λοιπόν το καταφύγιο ενός «ευέλικτου» πολιτικού προσωπικού που υποκαθιστά την «αδύνατη» οργάνωση της συναίνεσης με τη δημιουργία και εγκαθίδρυση αγορών που επιδίδονται αυτές πλέον στην κάμψη της αντίστασης των «από κάτω» και τη ρύθμιση των αντιθέσεων μεταξύ των κεφαλαιακών μερίδων.

Η «αδύνατη» οργάνωση της συναίνεσης δεν περιορίζεται όμως στην κεντρική πολιτική σκηνή: περιλαμβάνει και πολλές άλλες όψεις της κοινωνικής ζωής, στις οποίες η αντιφατικότητα των παρεμβάσεων εκθέτει τους διαχειριστές αλλά και τις μεθοδεύσεις τους. Τέτοια δείγματα είχαμε πολλά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, από τότε δηλαδή που η ανατροπή των σχετικά ευνοϊκότερων συσχετισμών δύναμης της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και ειδικότερα της δεκαετίας του ’80 ολοκληρώθηκε και εμπεδώθηκε. Όταν η απόπειρα ιδιωτικοποίησης βασικών κλάδων κοινής ωφέλειας που επιχειρήθηκε με ευθύ και άμεσο τρόπο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνίες, ενέργεια) σκόνταψε σε σοβαρές κοινωνικές αντιστάσεις, προκρίθηκε στη συνέχεια η επανάληψη του εγχειρήματος μέσω της αγοράς. Η απελευθέρωση των αγορών και η πριμοδότηση ιδιωτικών εταιριών αποδείχθηκε νικηφόρα και πολιτικά ασφαλής στρατηγική, ενώ η όλη κίνηση συμπληρώθηκε με τις «μετοχοποιήσεις» που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις πρόσδεσης ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων στη νικηφόρα στρατηγική και τα αποτελέσματά της.

Η επιτυχία συνέβαλε στην επέκταση της στρατηγικής και σε χώρους εκτός του αρχικού σχεδιασμού. Ο χώρος της εκπαίδευσης αποτελεί κατ’ εξοχήν δείγμα για το παραπάνω: η αδυναμία διαχείρισης των αντιφάσεων που συνεχώς αναπαράγονται σε ιδιαίτερα οξυμένη μορφή λόγω της μεταβατικότητας της κατάστασης και της αστάθειας των μηχανισμών, έχει επανειλημμένα οδηγήσει σε εκρήξεις τόσο των «από κάτω», όσο και του προσωπικού που θητεύει στον εκπαιδευτικό μηχανισμό.

Και υπήρχαν οι προϋποθέσεις για τούτο. Τα σύγχρονα Πανεπιστήμια μετά την αρχική ευφορία του κινήματος δημοκρατικών δικαιωμάτων στη δεκαετία του ’80 έχουν μετατραπεί σταδιακά σε κέντρα ανοιχτής ή συγκαλυμμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας κάτω από τον μανδύα της «σύνδεσης της εκπαίδευσης με την παραγωγή». Η αγορά είναι σήμερα πανταχού παρούσα στη δραστηριότητα των πανεπιστημιακών ως «ανεξάρτητων παραγωγών», ενώ η επιχειρηματική δραστηριότητα μετακινείται ολοένα περισσότερο στο κέντρο του ενδιαφέροντος των εκπαιδευτικών μηχανισμών. Η διαχείριση των αντιφάσεων της παραπάνω διαδικασίας αποδείχθηκε εξαιρετικά δυσχερής από την πλευρά των αξιωματούχων της κυρίαρχης ιδεολογίας και των μηχανισμών, όπως μαρτυρούν οι διαδοχικές αντιφατικές «μεταρρυθμίσεις» και κυρίως το ατελέσφορο των μέτρων που λήφθηκαν προς υλοποίηση των επιλογών. Ο χώρος της εκπαίδευσης, τόσο από την πλευρά των διδασκόντων όσο και των φοιτητών και μαθητών, αποτελεί μόνιμο διακύβευμα για όλες τις κυβερνήσεις και χώρο άσκησης των ταχυδακτυλουργικών δεξιοτήτων του εκάστοτε υπουργού.

Η επιχειρηματική διάσταση στην εκπαίδευση έχει λοιπόν προϊστορία και αποτελέσματα, με την παραγωγή και πώληση προϊόντων που συχνά προκύπτουν από την αξιοποίηση άτυπου εργατικού δυναμικού και την εκμετάλλευση των δημόσιων υποδομών. Αλλά η λειτουργία του δημόσιου επιχειρηματικά προσανατολισμένου Πανεπιστήμιου δεν περιορίστηκε σε αυτά: δεν συμμετέχει απλώς σε αγορές, αλλά εγκαθιδρύει και νέες. Οι ιδιότυπες εργασιακές σχέσεις μερικής ανασφαλούς απασχόλησης που ισχύουν στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων για τους νέους επιστήμονες, τους νέους ερευνητές και τους υποαπασχολούμενους διαφόρων ειδικοτήτων που συμμετέχουν στα «ερευνητικά προγράμματα», συμβάλλουν γενικότερα στη δημιουργία γενικευμένων υποδομών επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Όμως τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκε μια σημαντική στροφή που ενώ εγγράφεται στη συνέχεια, μιας και εναρμονίζεται με τη γενικότερη τάση δημιουργίας και εγκαθίδρυσης αγορών, αποτελεί ταυτόχρονα τομή, με την προσπάθεια δημιουργίας αγοράς Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Το πέρασμα από την άτυπη μορφή αγοράς εντός των ΑΕΙ στην ανοιχτή υιοθέτηση του ανταγωνισμού μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών πανεπιστημιακών φορέων, σηματοδοτεί την πλήρη αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να οργανώσει τη συναίνεση στο χώρο της εκπαίδευσης, να συμπυκνώσει τις αντιφάσεις και να ελέγξει τη δυναμική τους. Αντί γι’ αυτό προκρίνει την υιοθέτηση σε ένα ακόμη πεδίο της καταστατικής ρύθμισης διαμέσου της αγοράς.

Εδώ εντάσσονται οι πρόσφατες ρυθμίσεις που με πείσμα και αυταρχισμό προώθησε και υπερασπίζεται η κυβέρνηση, που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να οργανώνουν το Πανεπιστήμιο ως μια επιχείρηση αδιαφορώντας για την εκπαιδευτική διαδικασία, πρωταρχικό υποτίθεται μέλημα και αντικείμενο του θεσμού. Μπορεί άραγε να ισχυριστεί κανείς με στοιχειώδη αξιοπιστία ότι θεραπεία για τις αδυναμίες του ελληνικού Πανεπιστήμιου είναι η επιβολή της «καθολικής ψηφοφορίας» και του «τετραετούς προγραμματισμού»;


7. Υπεράκτια δημοκρατία

Είναι λοιπόν στην ημερήσια διάταξη η γενίκευση του προτύπου της αγοράς ως θεμελιακού δομικού λίθου της νέας κοινωνικής ρύθμισης στην εποχή του «τέλους των ιδεολογιών». Και μάλιστα ως πρότυπο που βρίσκεται στη ρίζα της «δημοκρατίας», ειδοποιού διαφοράς από το «βασίλειο του γκουλάγκ» που καταστατικά είναι ο κομμουνισμός.

Μιας δημοκρατίας που στηρίζεται στην «ισότητα», την «ανταγωνιστικότητα», τις «ευκαιρίες» όπως μας δίδαξαν το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη.

Μιας δημοκρατίας που αυτοεπικυρώνεται στα στεγανά των κοινοβουλίων αποφεύγοντας τις κακοτοπιές των λαϊκών δημοψηφισμάτων.

Μιας δημοκρατίας που δεν μπορεί να υποτάσσεται στην «αναποτελεσματικότητα» επειδή κάποιο λαοί έχουν το «δικαίωμα να σφάλουν» σε χαμένα δημοψηφίσματα.

Μιας δημοκρατίας που πάντοτε γνωρίζει καλύτερα από όλους τους άλλους το «πραγματικό νόημα» μιας αρνητικής ψήφου, η οποία «προφανώς» ως «πολυσήμαντη» μπορεί και να αγνοηθεί.

Μιας δημοκρατίας που αφού χάσει το παιχνίδι της συνταγματικής αναθεώρησης για να επιβάλει την αγορά στην εκπαίδευση, απροσχημάτιστα δηλώνει ότι θα αγνοήσει το σύνταγμα για να επιβάλει τις απόψεις της.

Μιας δημοκρατίας που κολυμπάει χωρίς προσχήματα και αναστολές στο χρήμα που περισσεύει στην κρίση για να εμπεδώσει ακόμη καλύτερα την «πίστη» στη «θεμελιακή» αξία της, την αγορά.

Μιας δημοκρατίας που χλευάζει ως κοινωνικό αναχρονισμό τον κόσμο της εκτός χρήματος προσφοράς, της πολιτικής και ιδεολογίας ως μέσου ανίχνευσης των αναγκών, της ζωής σύμφωνα με τις ανάγκες και όχι τις δυνατότητες ή τις ευκαιρίες.

Μιας δημοκρατίας που δεν είναι τίποτε άλλο από την πολιτική μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης.
"Στου Μακρυγιάννη πριν προλάβεις να μιλήσεις,
Εγγλέζου βόλι σε γονάτισε,
μας κοίταζες με βλέμμα μελαγχολικό,
να σκεφτόσουνα -θαρρείς- πόσο λίγο η μέρα κράτησε..."
Άβαταρ μέλους
gandalf
Ιδρυτικό Μέλος
 
Δημοσιεύσεις: 1108
Εγγραφή: Σάβ, 17 Μάιος 2008 6:27 pm
Τοποθεσία: Γοργοπόταμος
Έτος εισαγωγής: 2006

Επιστροφή στο Πολιτική-Κοινωνική Συζήτηση

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση : Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 1 επισκέπτης