
Ο Πέτρος δουλεύει 8ωρο. Δεν είναι δα και καμιά φοβερή δουλειά. Εκείνος κάθεται σε ένα σκαμπό. Αριστερά του έχει ένα μπλε κιβώτιο γεμάτο διάφανα νάιλον σακουλάκια. Μπροστά του είναι μια μηχανή συσκευασίας και έξι μεγάλα κουτιά: πιρούνια, μαχαίρια, κουτάλια, οδοντογλυφίδες, χαρτοπετσέτες και αρωματικά μαντιλάκια. Στα δεξιά του βρίσκεται ένα άδειο χαρτοκιβώτιο και πίσω του περνάει ένας ταινιόδρομος. Οι χαρτοπετσέτες, τα μαντιλάκια και το χαρτοκιβώτιο φέρουν το λογότυπο μιας αεροπορικής εταιρίας. Ο Πέτρος ανήκει στο τμήμα με τα business class προϊόντα. Τα μαχαιροπίρουνα είναι μεταλλικά, η χαρτοπετσέτα τετράφυλλη και η οδοντογλυφίδα έχει άρωμα μέντας. Για τους επιβάτες οικονομικής θέσης (το αντίστοιχο τμήμα βρίσκεται στον κάτω όροφο) τα μαχαιροπίρουνα είναι πλαστικά, η χαρτοπετσέτα δίφυλλη (και μικρότερη) και η οδοντογλυφίδα άοσμη. Μαντιλάκι δεν έχει. Ότι πληρώσεις παίρνεις, που έλεγε κι η συχωρεμένη η μάνα του…
Επί οχτώ ώρες κάθε μέρα, ο Πέτρος παίρνει με το αριστερό του χέρι ένα σακουλάκι από το μπλε κιβώτιο, βάζει μέσα τα διάφορα μαχαιροπιρουνοκουταλάκια, το σφραγίζει στο ειδικό μηχάνημα και στη συνέχεια το τοποθετεί δεξιά στο χαρτοκιβώτιο. Μόλις το χαρτοκιβώτιο γεμίσει (στα πενήντα σακουλάκια) το κλείνει με ταινία, γράφει ημερομηνία και το τοποθετεί στο ταινιόδρομο πίσω του. Δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικός. Συσκευάζει γύρω στα εξακόσια σακουλάκια την ημέρα, τη στιγμή που ο Αρίστος (ο μοναδικός συνάδελφος στο τμήμα που παίρνει το πριμ παραγωγικότητας) ξεπερνάει τα χίλια.
Τη πρώτη μέρα, ο Πέτρος βρήκε τη δουλειά βαρετή. Στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας έβλεπε τα σακουλάκια και του γυρνούσανε τα άντερα. Μια Δευτέρα μάλιστα ξεκίνησε με τη προοπτική να τα βροντήξει. Πήρε όμως το πρώτο μισθό και λούφαξε. Είχε μεγάλη ανάγκη τα χρήματα. Άσε που για να τον προσλάβουνε, είχε υποχρεωθεί κι ο θείος του.
Μια μέρα, λίγο πριν κάνει το πρώτο πεντάλεπτο διάλειμμα (επιτρέπονταν δύο), πρόσεξε ότι στο σακουλάκι που μόλις συσκεύασε ξέχασε να τοποθετήσει την οδοντογλυφίδα. Ήταν έτοιμος να διορθώσει το λάθος του, όταν του ήρθε μια ιδέα. Άφησε το σακουλάκι όπως ήταν και στο επόμενο έβαλε δυο πιρούνια. Σε ένα άλλο αντικατέστησε το μαχαίρι με κουτάλι. Γενικώς αυτοσχεδίασε. Την επόμενη μέρα τα ίδια. Ένιωθε σα μικρό παιδί. Όπως τότε στο δημοτικό που γέμιζε προφυλακτικά με νερό και τα τοποθετούσε στο συρτάρι της έδρας. Και η κυρία Ξυραδάκη μόλις πήγαινε να πάρει μια κιμωλία γούρλωνε τα μάτια της. Πέτρο, ούρλιαζε, έξω γρήγορα και στο διάλειμμα στο γραφείο του διευθυντή. Ο διευθυντής βέβαια δεν τον τιμωρούσε. Ήξερε για την άρρωστη μητέρα του η οποία αργοπέθαινε στην εντατική κι έδειχνε κατανόηση…
Όπως και να’χει, ο Πέτρος σταμάτησε πια να βαριέται. Πήγαινε στη δουλειά σφυρίζοντας. Η παραγωγικότητα του ανέβηκε και έφτασε τα οχτακόσια σακουλάκια τη μέρα. Σκεφτόταν ταξίδια όπου χρηματιστές, χιλιάδες μέτρα πάνω από τον Ατλαντικό, έψαχναν μάταια μαχαίρια για να τεμαχίσουν φιλέτα σολομού. Φαντασιωνόταν αψεγάδιαστα μοντέλα να αναζητούν απεγνωσμένα οδοντογλυφίδες, προκειμένου να απελευθερώσουν τις ολόλευκες οδοντοστοιχίες τους από υπολείμματα ρόκας. Πιο δίπλα, ιδρωμένοι executive πάσχιζαν να απλώσουν χαβιάρι σε ζεστά ψωμάκια χρησιμοποιώντας πιρούνια, ενώ οι ατσαλάκωτες αεροσυνοδοί με το ψεύτικο χαμόγελο προσπαθούσαν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Τα μυωπικά μάτια του Πέτρου άστραφταν χαιρέκακα. Σκεφτόταν να ξεκινήσει και υπερωρίες.
Έβαλε στο κόλπο και τον Άρη που εργαζόταν ακριβώς απέναντι του. Μοιράζονταν άλλωστε και την ίδια μηχανή συσκευασίας. Ο Άρης που ήταν χρόνια αντεξουσιαστής, είχε ακόμη καλύτερες ιδέες. Καβάτζωσαν από τον κάτω όροφο μερικά κιβώτια και σε ορισμένα σακουλάκια έβαζαν πλαστικά μαχαιροπήρουνα και άοσμες οδοντογλυφίδες που κανονικά προορίζονταν για τις δευτεράτζες. Σκέφτονταν να μιλήσουν και σε κάποιους από το τμήμα οικονομικής θέσης ώστε να οργανώσουν και το αντίστροφο. Έτσι θα μπορούσαν και οι πληβείοι των αερομεταφορών να νιώσουν την απαλότητα της τετράφυλλης χαρτοπετσέτας στα λαϊκά χείλη τους. Ο διαχωρισμός των θέσεων θα κατέρρεε πλέον εκ των έσω. Ο Άρης πρότεινε να βάλουν στα σακουλάκια και προκηρύξεις διπλωμένες στα τέσσερα. Του έδειξε κι ένα πρώτο κειμενάκι. Θα υπέγραφαν ως Οι Σπάρτακοι του Catering.
Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι τη στιγμή που στην μακρόστενη αίθουσα όπου εργάζονταν μπήκε φουριόζα μια τύπισσα με ταγέρ και κοκάλινα γυαλιά. Σαν αυτές στις διαφημίσεις με τις σερβιέτες. Ο ταινιόδρομος σταμάτησε να γυρίζει. Ο Πέτρος κοίταξε ασυναίσθητα το μεγάλο στρογγυλό ρολόι: έδειχνε 12.30. Η δεσποινίς Γκίκα από τα κεντρικά, υπεύθυνη διασφάλισης ποιότητας, έκανε τις συστάσεις ο επόπτης. Η δεσποινίς Γκίκα τους μίλησε για ελαττωματικά, ανταγωνισμό, ανοχές και διαστήματα εμπιστοσύνης. Ανά δεκαπέντε δευτερόλεπτα επαναλάμβανε τη λέξη έλεγχος. Ο Πέτρος δε μπορούσε να την παρακολουθήσει. Κοιτούσε αποχαυνωμένος τα ξανθά μαλλιά της που ήταν πιασμένα ψηλά σε έναν επιβλητικό κότσο. Συνήλθε όταν άκουσε τη φράση κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. Ήταν όμως αργά. Η Γκίκα και ο οσφυοκάμπτης επόπτης έφυγαν κλείνοντας τη πόρτα πίσω τους.
Μισό λεπτό αργότερα, η πόρτα ξανάνοιξε. Αυτή τη φορά μπήκαν δυο αδύνατα τυπάκια με κατσαβίδια και καλώδια που τοποθέτησαν δυο κάμερες στους γυμνούς τοίχους. Κάρφωσαν και μια ταμπέλα που με κόκκινα γράμματα προειδοποιούσε: Προσοχή, ο χώρος παρακολουθείται από κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. Έκλεισαν κι αυτοί τη πόρτα πίσω τους. Το ρολόι έδειχνε 12.55. Τα μεταλλικά μάτια σάρωναν το χώρο ψυχρά και αθόρυβα.
Ένα μουρμουρητό απλώθηκε στην αίθουσα: όλοι μιλούσαν χαμηλά με όλους. Κανείς δε συνέχισε τη δουλειά του. Ο Πέτρος κοιτούσε μια τη κάμερα και μια τον Άρη που ήταν έτοιμος να εκραγεί. Ο ταινιόδρομος μπήκε και πάλι σε λειτουργία. Οι περισσότεροι σταμάτησαν να μιλάνε και ξεκίνησαν να δουλεύουν. Δυο-τρεις φώναξαν αίσχος. Ένας είπε να τηλεφωνήσουν στο σωματείο. Ο Άρης σηκώθηκε, πήρε το σκαμπό του και κατευθύνθηκε προς το τοίχο. Τα μεταλλικά μάτια κατέγραφαν τα πάντα. Ο Πέτρος μπορούσε να διακρίνει το σφυγμό του φίλου του στις μικρές φλέβες των κροτάφων του. Πρόσεξε ότι είχαν αποκτήσει βαθύ μπλε χρώμα και πάλλονταν ασταμάτητα. Αναρωτήθηκε αν η ανάλυση της κάμερας μπορούσε να συλλάβει τέτοιες λεπτομέρειες. Στο μεταξύ ο Άρης είχε σκαρφαλώσει στο σκαμπό και με απότομες κινήσεις ξήλωνε τη πρώτη κάμερα. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα το μεταλλικό μάτι κρεμόταν ανίσχυρο από το καλώδιο και αργόσβηνε σε μια φθίνουσα ταλάντωση.
Εκείνοι που δούλευαν, σταμάτησαν. Όσοι φώναζαν, σώπασαν. Ο Πέτρος σηκώθηκε και κατέβασε και τη δεύτερη κάμερα. Βουβαμάρα. Ακούστηκε το κουδούνι και ο ταινιόδρομος σταμάτησε. Είχε πάει 13.00: ήταν η ώρα για το δεύτερο διάλειμμα. Η πόρτα άνοιξε. Φάνηκε και πάλι η γνώριμη φιγούρα του επόπτη. Αυτή τη φορά συνοδεύονταν από δυο φουσκωτούς με στολές. Κάποιοι τους έλεγαν σεκιουριτάδες. Τόσα χρόνια δεν είχαν φανεί πουθενά χρήσιμοι. Άνοιγαν βέβαια τη πόρτα της Μερσεντές του αφεντικού. Ο Πέτρος πλησίασε τον Άρη και τον έσπρωξε απαλά προς τη πόρτα. Κατέβηκαν τις σκάλες και βγήκαν έξω. Στον ήλιο…
από http://the-tragedian.blogspot.com/2007/12/blog-post_3902.html(το βρήκα τυχαία στο google...)