
Ο δικός μας Μπαλοτέλι… Του Βασίλη Σκουντή.
Ο Βασίλης Σκουντής, ούτε ήταν ούτε σκοπεύει να γίνει ρατσιστής! Απλώς, με αφορμή την πολλοστή επίθεση που δέχθηκε ο Μάριο Μπαλοτέλι από τους… συμπατριώτες του (στον αγώνα Ιταλία-Ρουμανία) και γράφει για τους πρώτους Μπαλοτέληδες της Ελλάδας και περί άλλων τινών…
Πρώτα απ’ όλα ο τίτλος ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα, διότι ο Μπαλοτέλι ήταν δικός μας: εξ αγχιστείας εννοώ, διότι ο επιθετικός της Μάντσεστερ Σίτι μέχρι και τον περασμένο Ιούλιο τα είχε με μια Ελληνίδα, την Μπέτυ Κουράκου. Γαμπρό μπορεί να μην τον κάναμε (διότι χώρισε με την κυρία), αλλά μπορούμε κάλλιστα να τον κάνουμε θέμα!
Ο Μπαλοτέλι είναι μόνο η αφορμή γι’ αυτό το (σημερινό) κείμενο. Ούτως ή άλλως οι ρατσιστικές συμπεριφορές (ακόμη κι αν -ευτυχώς- απέχουν παρασάγγας πλέον από τις τρομοκρατικές και δολοφονικές πρακτικές της Κου Κλουξ Κλαν) και η ξενοφοβική αντίληψη βρίσκονται σχεδόν καθημερινά στο προσκήνιο της επικαιρότητας: της παγκόσμιας και της ελληνικής, της κοινωνικής και όχι απλώς της αθλητικής. Άλλωστε για κάθε κράξιμο των Ιταλών στον κάθε Μπαλοτέλι και στον κάθε Λεντέσμα, υπάρχει μία αρχαιοελληνική θέση του τύπου «πας μη Έλλην βάρβαρος», ένας Οδυσσέας Τσενάι που δεν πρέπει να σηκώσει την ελληνική σημαία στη σχολική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου του 2003 και ένα ποσοστό 20% που συγκεντρώνει ο Νίκος Μιχαλολιάκος της Χρυσής Αυγής στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών!
Μεγάλη η χάρη του, του αγίου εννοώ, όχι του νεοεκλεγέντος συμβούλου του Δήμου Αθηναίων…
Μεγάλη επίσης η χάρη (και το εννοώ αυτό, χωρίς καμιά δόση ειρωνείας) των δικών μας… Μπαλοτέληδων, οι οποίοι πάντως (έχω την εντύπωση ότι) υποφέρουν λιγότερο στα ελληνικά γήπεδα απ’ ό,τι συμβαίνει κάθε τρεις και λίγο στο εξωτερικό και κυρίως στην Ιταλία, όπου οι ακροδεξιοί ή οι υπέρμαχοι της φυλετικής καθαρότητας κράζουν γενικώς και αδιακρίτως, ακόμη και τους παίκτες των εθνικών ομάδων τους (Μπαλοτέλι, Λεντέσμα, Κάρλτον Μάιερς, κ.ο.κ).
Ευκαιρίας δοθείσης, λοιπόν, αποφάσισα να ανατρέξω στο παρελθόν, όχι τόσο για να καταγράψω περιπτώσεις ρατσιστικών συμπεριφορών που καταγράφηκαν στα ελληνικά γήπεδα προς παίκτες από θεατές ή ακόμη και από αντιπάλους τους εν ώρα υπηρεσίας (βλέπε Καρεμπέ, Αμπονσά, Μπρουκς, Νανγκά κ.ο.κ.), όσο για να ξεσκονίσω τις αραχνιασμένες ιστορίες των πρώτων μαύρων ποδοσφαιριστών, οι οποίοι εμφανίστηκαν στα καθ’ ημάς, μη συμπεριλαμβανομένου του… Θωμά Μαύρου!
Μαύροι κι όχι έγχρωμοι, διάβολε, διότι ο δεύτερος χαρακτηρισμός υποτίθεται ότι χρησιμοποιείται κατ’ ευφημισμόν, αλλά στο άκουσμά του γελάει και το παρδαλό κατσίκι, που επίσης είναι έγχρωμο!
Σύμφωνα με το ληξιαρχείο της Α’ Εθνικής και εάν δεν του έχει ξεφύγει κάποιος άλλος, ο πρώτος μαύρος ποδοσφαιριστής ο οποίος πάτησε στα ελληνικά γήπεδα είναι ο Γιλμά Κατάμα. Ένα παιδί 18 ετών από την Αιθιοπία, που πείσθηκε από τον Καβαλιώτη επιχειρηματία Γιάννη Κατσούνη να αφήσει την πατρίδα του και να έλθει στην Ελλάδα για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και ταυτόχρονα να παίξει μπάλα με μηνιαίο μισθό 10.000 δραχμές!
Αυτή υπήρξε άλλη μια πρωτιά για τον Άρη, την οποία μάλιστα ο σύλλογος έχει (και με το δίκιο του) περί πολλού, όπως διαπιστώνω περιπλανώμενος στην επίσημη ιστοσελίδα της Λέσχης Φίλων του. Εκεί αναφέρονται και κάποιες άλλες πρωτιές του Άρεως, που (όπως διαβάζω) υπήρξε ο πρώτος μεγάλος αθλητικός σύλλογος ο οποίος ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωσή της, ο πρώτος που στοχοποιήθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά, ο πρώτος που κάλεσε για αγώνα ομάδα από το εξωτερικό (τη Σπόρτιγκ Κλαμπ Βελιγραδίου, στις 20 Ιανουαρίου του 1923), ο πρώτος που ταξίδεψε στο εξωτερικό για φιλικό ματς (στην Μπίτολα της νυν FYROM κόντρα στην Πέλιστερ)…
Κλείνω εδώ αυτή την παρένθεση και επιστρέφω στον Κατάμα, ο οποίος άνοιξε τον λογαριασμό των γκολ του σε έναν αγώνα του Κυπέλλου Βόρειας Ελλάδας με τους Φιλίππους Καβάλας, σκόραρε επίσης σε 2-3 φιλικά ματς, υπέγραψε το δελτίο του και στις 16 Σεπτεμβρίου αγωνίσθηκε ως βασικός στον αγώνα του Κυπέλλου Εκθέσεων κόντρα στη Ρόμα. Στάθηκε άτυχος όμως, διότι ύστερα από λίγες μέρες τραυματίστηκε στο γόνατο και έπειτα από πολλές αναβολές και καθυστερήσεις, εδέησε να ντεμπουτάρει στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής μόλις στις 6 Ιανουαρίου του 1965 στο γήπεδο Χαριλάου, όπου ο Ηρακλής νίκησε τον Άρη με 3-1. Μάλιστα έδωσε την ασίστ στον Αλεξιάδη για να πετύχει το μοναδικό γκολ της ομάδας του.
Συνολικά ο Κατάμα έπαιξε σε πέντε ματς του πρωταθλήματος και στο τέλος της περιόδου επέστρεψε στην πατρίδα του, δηλώνοντας ότι εκεί θα μπορούσε να βγάζει περισσότερα λεφτά, αφού συν τοις άλλοις θα έβρισκε και μια καλή δουλειά στο δημόσιο!
Όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα πληροφορίες περί οποιασδήποτε ρατσιστικής συμπεριφοράς εις βάρος του Κατάμα - κι αυτό φαίνεται λογικό. Εκείνη την εποχή, όπως συνέβη και με τους μεταγενέστερους μαύρους ποδοσφαιριστές και μπασκετμπολίστες, οι τοπικές κοινωνίες βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της πρωτογενούς έκπληξης και της εξοικείωσης με το θέαμα: οι περισσότεροι δεν είχαν δει ποτέ μαύρους από κοντά, η μόνη εικόνα τους προερχόταν από το σινεμά και ως εκ τούτου η εμφάνισή τους φάνταζε ως αξιοθέατο!
Προϊόντος του χρόνου, οι μαύροι αθλητές άρχισαν να αυξάνονται και να πληθύνονται. Παρεμπιπτόντως πολύ προτού επιτραπεί η συμμετοχή των ξένων παικτών, χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει κανονισμός που να την απαγορεύει (!) η ομάδα μπάσκετ του Ολυμπιακού χρησιμοποίησε έναν Αμερικανό ονόματι Σπίρμαν. Επίσημα, πάντως, ο πρώτος που αναφέρεται στα αρχεία του ελληνικού μπάσκετ είναι ο Γκρίνγουντ, ο οποίος ενίσχυσε τον Παναθηναϊκό στους αγώνες του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τη σεζόν 1969-70.
Στο μεταξύ δεν μπορώ να μη γελάσω, διότι αυτή η ιστορία έχει και μπόλικα ανέκδοτα, καθότι οι μαύροι φημίζονται κιόλας για τα… φυσικά προσόντα και για τις επιδόσεις τους στο σεξ! Παραφράζοντας, λοιπόν, τον στίχο του Νίκου Καββαδία στο ποίημα που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και τραγούδησε πρώτος ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ενώ στο καράβι υπήρχε ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, από τα Τρίκαλα πέρασε ο Τσάρλι ο μαύρος εραστής από την Αϊτή!
Ο Αντόνιο Τσαρλς, που ήλθε στην Ελλάδα ως ζογκλέρ των γηπέδων, αγωνίστηκε με τον ΑΟ Τρικάλων στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής, την περίοδο 1972-73, αλλά αντί να ξεσκίσει τα δίχτυα των αντιπάλων του, ξέσκισε άλλα πράγματα! Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι από τη γκαρσονιέρα του που βρισκόταν επί της οδού Αμαλίας (πάνω από το Ταχυδρομείο) πέρασαν τα μισά θηλυκά της πόλης. Μάλιστα οι σημερινές εξηντάρες τον θυμούνται και ακόμη στενάζουν από ηδονή!
Παρεμπιπτόντως ο ρατσισμός των γηπέδων είναι μια παλιά πονεμένη ιστορία, την οποία οι μαύροι αθλητές στις ΗΠΑ βίωσαν στο πετσί τους μέχρι και στις αρχές των 50's. Ανάλογο πογκρόμ γνώρισαν και σε άλλες χώρες του (πολιτισμένου) κόσμου, ενώ στο αγγλικό ποδόσφαιρο μνημονεύεται ως παράδειγμα προς αποφυγήν η περίπτωση του (γεννημένου στις Βερμούδες) Κλάιντ Μπεστ, που αγωνίσθηκε στη Γουέστ Χαμ από το 1968 έως το 1976.
Ο Μπεστ υπήρξε ένας από τους πρώτους μαύρους παίκτες που έκαναν σημαντική καριέρα στο αγγλικό ποδόσφαιρο, μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και εκείνος, που αντιμετώπισε τα περισσότερα προβλήματα εξαιτίας του χρώματος του. Την πρώτη σεζόν τον έβριζαν σχεδόν σε όλα τα γήπεδα και τον υποδέχονταν με τις κραυγές της μαϊμούς, που αργότερα έγιναν πολύ δημοφιλείς, ενώ δεν υπήρξε πολύ πιο φιλικός μαζί του ο Μπράιαν Γούλνοφ, συγγραφέας του βιβλίου «Black Magic: England’s Black Footballers», που εκδόθηκε το 1983.
Ιδού η απόδειξη σε ένα από τα σχόλιά του για τον Μπεστ: «Είναι το καλύτερο παράδειγμα για την καθυστέρηση στην αποδοχή των μαύρων παικτών από τους προπονητές και τους φιλάθλους. Μπορούσε να διαπρέψει σε ένα ματς, αλλά στο επόμενο να μη βλέπεται και γι’ αυτό διατηρήθηκαν για χρόνια οι αμφιβολίες για το σθένος, τη δύναμη και την αποφασιστικότητα των μαύρων».
http://www.gazzetta.gr/bloggers/vasilis ... 9%E2%80%A6
Ένα άρθρο για τον ρατσισμό στον Ελληνικό Αθλητισμό