Σήμερα το πρωί πέθανε ο Κοστάντζο Πρέβε.
Λουί Αλτουσέρ. Η πάλη ενάντια στο κοινό αίσθημαΣτη μνήμη του Κοστάντζο Πρέβε (Βαλέντζα 14/4/1943-Τορίνο 23/11/2013) αναδημοσιεύουμε ένα παλιότερο κείμενό του, από τις «Θέσεις».
Ο Κοστάντσο Πρέβε γεννήθηκε το 1943 στη Βαλέντσα της Ιταλίας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες, φιλοσοφία και νεοελληνικά σε Τορίνο, Παρίσι και Αθήνα. Ήταν καθηγητής λυκείου και συγγραφέας πολλών βιβλίων με φιλοσοφικό περιεχόμενο. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα έργα του «Η κριτική ιστορία του μαρξισμού» (ΚΨΜ, 2010), «Το ασίγαστο πάθος» (εκδ. Πιρόγα, 2009), «Καιροί αναζήτησης» (Στάχυ, 1998), «Το εθνικό ζήτημα στο κατώφλι του 21ου αιώνα» (Στάχυ, 1993), «Το λυκόφως των κοινωνικών θεών» (Στάχυ, 1994).Του Κοστάντζο ΠρέβεΤο ερώτημα τι είναι και πώς πρέπει να μεταχειριστούμε το «κοινό αίσθημα» που επικρατεί στους περισσότερους αγωνιστές, στελέχη, συμπαθούντες ή ψηφοφόρους των κομμάτων και των συνδικάτων που αποτελούν το ιστορικό εργατικό κίνημα, ιδίως το κομμουνιστικό κίνημα, πρέπει να πούμε ότι σχεδόν ποτέ δεν τέθηκε ως φιλοσοφικό ερώτημα με την απαιτούμενη ριζικότητα. Γιατί, για να μπορέσει κανείς να το θέσει κατά ριζικό τρόπο, το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνει είναι να μην το συγχέει με άλλα, όπως εκείνο της διάδοσης και της εκλαΐκευσης του μαρξισμού ή του τρόπου με τον οποίο ένα κόμμα εξηγεί στις μάζες την πολιτική του και της αντίστοιχης προπαγάνδας. Στην πραγματικότητα, το «κοινό αίσθημα» είναι κάτι τόσο βαθιά ριζωμένο και διαστρωματωμένο, που, για να δράσει κανείς επ΄ αυτού, δεν αρκεί μια παιδαγωγική της επικοινωνίας και της μετάδοσης ιδεών.
Στον καιρό του, ο Αντόνιο Γκράμσι είναι αλήθεια ότι κατόρθωσε να δώσει στο ερώτημα αυτό του κοινού αισθήματος μια διατύπωση ουσιώδη και αξιοσημείωτα πολύπλοκη. Σε αυτό έβλεπε το ίδιο το αντικείμενο μιας νοητικής και ηθικής μεταρρύθμισης, η οποία θα επέτρεπε στις ομάδες που κατά βάση συγκροτούν το λαό να οικειοποιηθούν κριτικά τη μεγάλη φιλοσοφία: όχι, με άλλα λόγια, μιας απλουστευμένης, εκλαϊκευμένης και σχολαστικής σύνθεσης των «φιλοσοφιών» που να απευθύνεται στους απλοϊκούς, αλλά μιας κοσμοαντίληψης που να είναι ταυτόχρονα επιστημονική και «φιλοσοφική», δηλαδή να έχει επίγνωση της πραγματικής πολυπλοκότητας της φύσης και της ιστορίας σε όλο τους τον πλούτο. Η κατάκτηση της γνώσης μιας φιλοσοφίας που ορίζουμε ως μεγάλη φιλοσοφία προϋποθέτει προφανώς την κριτική αφομοίωση της, το πέρασμα της από το κόσκινο της κριτικής: γιατί η κριτική μορφή της αποδοχής της είναι αλληλένδετη με τα θεωρητικά περιεχόμενα που την χαρακτηρίζουν. Δεν μπορεί κανείς να δεχθεί δογματικά μια μεγάλη φιλοσοφία, της οποίας η ίδια η δομή επιβάλλει τη διαρκή κριτική.
Όπως υπογράμμιζε κάποτε ο άγγλος μαρξιστής Πέρυ Άντερσον, μεταξύ των θεωρητικών του δυτικού εργατικού κινήματος ο Αντόνιο Γκράμσι είναι εκείνος που ανέπτυξε με τη μεγαλύτερη συνέπεια τη στρατηγική συμβουλή που του απηύθυνε ο Λένιν λίγο πριν το θάνατο του: να θέσει στο κέντρο της προβληματικής του το ζήτημα του ενιαίου μετώπου, πράγμα που επιβάλλει η εργατική τάξη και το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων να κατακτηθεί με την οργάνωση και με την κουλτούρα, πριν να είναι κανείς σε θέση να προφέρει έστω τη λέξη «κατάληψη της εξουσίας». Σήμερα ακόμη μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι η επεξεργασία των μέσων για την εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος (που δεν συνίσταται στην κατάκτηση των κρατικών θεσμών, αλλά στην κατάκτηση της εμπιστοσύνης των εργαζομένων, όσο και αν οι δύο όψεις, σε τελευταία ανάλυση, πρέπει να συνενωθούν) συνιστά την προϋπόθεση οποιουδήποτε λαϊκού και επαναστατικού κινήματος.
Αν το δούμε όμως συγκεκριμένα, στην ιστορία του εργατικού κινήματος του 20ού αιώνα το «ενιαίο μέτωπο» παρέμεινε ένα σύνθημα τακτικής, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει πραγματική πολιτιστική στρατηγική. Η ενότητα όμως της εργατικής τάξης δεν θα κατακτηθεί ποτέ με βάση πολιτικά κείμενα του είδους εκείνου που, με τους όρους του Αλτουσέρ, θα χαρακτηρίζαμε «ανθρωπιστικά οικονομιστικά», στα οποία η αφηρημένη αναφορά σε «αξίες» της πολιτικής ηθικολογίας εμπνεόμενες από τη «δημοκρατική παράδοση» συνδυάζεται με έναν κατάλογο μισθολογικών διεκδικήσεων και νομοθετικών αιτημάτων που να απευθύνονται στους ιδιώτες κεφαλαιοκράτες και το κράτος τους. Η ενότητα των εργαζομένων έχει ως προϋπόθεση (και, την ίδια στιγμή, εκφράζει) έναν βαθύ μετασχηματισμό της συνείδησης και της κοινής λογικής των μαζών. Το σίγουρο όμως είναι ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε να εκφωνούμε αφηρημένους λόγους για το μετασχηματισμό της «φιλοσοφικής» συνείδησης πλατύτερων στρωμάτων του πληθυσμού, καθ΄ όσον χρόνο δεν έχει ξεκινήσει ο ριζικός μετασχηματισμός της φιλοσοφικής συνείδησης των ίδιων των αγωνιστών, των στελεχών, των συμπαθούντων και των ψηφοφόρων των κομμουνιστικών κομμάτων.
Αυτό που επέτρεψε στον Αντόνιο Γκράμσι να χαράξει με τόση διορατικότητα τα όρια του προβλήματος είναι το γεγονός ότι, κατά την πολιτική του δραστηριότητα ως κομμουνιστή ηγέτη (από το 1921 ως το 1926) και, στη συνέχεια, ως πολιτικού κρατουμένου (από το 1926 ως το θάνατο του, το 1937), απέκτησε προσωπική εμπειρία του ότι η υποκειμενικά επαναστατική ρήξη με το σοσιαλιστικό ρεφορμισμό και τη θεωρία των σταδίων κατά κανένα τρόπο δεν συνοδευόταν, για το σύνολο σχεδόν των αγωνιστών, από μια αλλαγή των μορφών φιλοσοφικής και οικονομικής συνείδησης που είχαν χαρακτηρίσει τη Β ΄ Διεθνή και το ιταλικό σοσιαλιστικό κόμμα. Ο Αμαντέο Μπορντίγκα, που ήταν αρχηγός του κόμματος από το 1921 ως το 1924 (υπήρξε και ο πρώτος γενικός γραμματέας του) και που επίσης ήταν απολύτως αντιπροσωπευτικός της κουλτούρας του, συνδύαζε ριζοσπαστικές τακτικές και στρατηγικές τοποθετήσεις, μια αριστερίστικη αδιαλλαξία, 100% επαναστατική, με μια ντετερμινιστική και οικονομίστικη φιλοσοφία βγαλμένη κατευθείαν από το 19ο αιώνα.
Από πολύ νωρίς ο Γκράμσι κατάλαβε ότι ήταν κάλλιστα δυνατό να είναι κανείς υπερεπαναστάτης στο υποκειμενικό επίπεδο, εκείνο των ηθικών και πολιτικών προθέσεων, και ταυτόχρονα συντηρητικός, ή ακόμα και αντιδραστικός, στο επίπεδο της συνολικής φιλοσοφικής συνείδησης και της σχέσης της με την ιστορική δράση. Φυσικά το πρόβλημα δεν ενέκειτο στη φιλοσοφική συνείδηση του ατόμου Μπορντίγκα (ο οποίος παρέμεινε υποστηρικτής του οικονομικού ντετερμινισμού μέχρι το θάνατο του, το 1970, και ίδρυσε ένα μικρό διεθνές κίνημα αντισταλινικών διαφωνούντων το οποίο είναι ακόμη σήμερα ενεργό). Το πρόβλημα ενέκειτο στην κοσμοαντίληψη και στη λαϊκή φιλοσοφική συνείδηση χιλιάδων «κομμουνιστών» που ήταν ξένοι προς κάθε φιλοσοφική κατάρτιση.
Η εμφύτευση αυτής της λαϊκής φιλοσοφικής συνείδησης πρέπει προφανώς να γίνει αντιληπτή με όρους μακράς διάρκειας, έστω και αν συμβαίνει να συμπυκνώνεται και να αποκρυσταλλώνεται σε ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες όπου η δραστηριότητα των μαζών είναι ιδιαίτερα έντονη. Ως τέτοια, η φιλοσοφική αυτή συνείδηση είναι μια σύνθεση συνέχειας και τομής με τις πεποιθήσεις του λαού, δεν διακρίνεται από το κοινό αίσθημα που κυριαρχεί μεταξύ των αγωνιστών. Αλλά προφανώς το «κοινό αίσθημα» δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη διαδεδομένη στον πληθυσμό «κοινή λογική», στην οποία ασφαλώς ο Γκράμσι είχε δίκιο να βλέπει το πιο επίφοβο οχυρό της μεταφυσικής, που αναπόφευκτα φέρνει μαζί του συντηρητικές κοσμοαντιλήψεις, ούτε συμπίπτει με τον προσφιλή στους εμπειριστές της εποχής του Διαφωτισμού «κοινό νου», στον οποίο οι τελευταίοι έβλεπαν τη σχεδόν «φυσική» ασπίδα απέναντι στις αερολογίες των θεολόγων και των ιερέων κάθε είδους. Ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι το γκραμσιανό «κοινό αίσθημα» προκύπτει πάντοτε από ένα εγχείρημα διάδοσης ιδεών που ανήκουν στο πιο προωθημένο μέτωπο της επιστημονικής και φιλοσοφικής συνείδησης και ότι, συνεπώς, είναι από κάθε άποψη αντίθετο σε κάθε μορφή εκλαΐκευσης. Η εκλαΐκευση συνοδεύεται αναγκαία από μια «θεμελιώνουσα» θεώρηση της γνώσης, δηλ. από την επιστήμη μεταδίδει μόνο την «καθησυχαστική» πλευρά της: την αύξηση των γνώσεων, και ποτέ την «ανησυχητική», δυνάμει μηδενιστική, πλευρά, η οποία ωστόσο ανήκει στην εσώτερη φύση της.
Το ζήτημα αυτό αναλύθηκε τελευταία στη Γαλλία από συγγραφείς όπως ο Ζακ Μονό και ο Ντομινίκ Λεκούρ, και γι΄ αυτό δεν θα επιμείνω για να μην χάνουμε χρόνο. Καλό θα ήταν πάντως να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι η επιστήμη οικοδομεί και αυξάνει τη γνώση στο μέτρο που καταστρέφει τις καθησυχαστικές βάσεις της παραδοσιακής δραστηριότητας των ανθρώπων - στην οποία προφανώς περιλαμβάνεται και η εργατική, σοσιαλιστική και κομμουνιστική παράδοση - και ότι δεν μπορεί να υπάρξει επανάσταση όσον αφορά το κοινό αίσθημα, αν δεν λάβουμε υπόψη και αυτή την καταστροφική λειτουργία της επιστήμης. Οι κριτικές που είναι μερικές, χωρίς συνοχή, που σταματούν δειλά στη μέση του δρόμου, είναι σχεδόν πάντοτε αναποτελεσματικές. Οδηγούν σε αυτό που ο Daniel Lindenberg αποκαλεί «θεωρίες μέσου βεληνεκούς» (middle range theories) και τελικά αφήνουν ανεπίλυτο το πρόβλημα μιας ριζικής αλλαγής παραδείγματος.
Θα υποστηρίξω λοιπόν ότι ο Λουί Αλτουσέρ εκπροσώπησε μια από τις πιο αξιοσημείωτες απόπειρες που πραγματοποιήθηκαν ποτέ στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα για να τροποποιηθεί φιλοσοφικά αυτό το αποφασιστικό επίπεδο που αποτελεί το κοινό αίσθημα του ιστορικού κομμουνιστή αγωνιστή. Η απόπειρα όμως αυτή (έτσι τουλάχιστον πιστεύω) απέτυχε τελείως: όχι επειδή ο Αλτουσερ δεν κατόρθωσε να εκφραστεί με αρκετή σαφήνεια, δύναμη πειθούς και βάθος, αλλά επειδή αυτός στον οποίο απηύθυνε το μήνυμα του ήταν στην πραγματικότητα απολύτως ανεπίδεκτος μετασχηματισμού· και όταν ο συνομιλητής είναι ανεπίδεκτος μετασχηματισμού, είναι τελείως ανίκανος να αποδεχθεί το μήνυμα. Επιτρέψτε μου να επιμείνω σε αυτό το ζεύγος κατηγοριών (αδυναμία μετασχηματισμού αποδοχής του μηνύματος), γιατί αυτό, θα έλεγα μάλιστα αυτό και μόνο, αποδίδει κατά τη γνώμη μου την ιστορική τραγωδία του Αλτουσερ.
Ο Λουί Αλτουσερ μίλησε πολύ για «συμπτωματική ανάγνωση»; την ανάγνωση αυτή πρέπει να την εφαρμόσουμε και στον ίδιο. Πραγματικά, τι έλεγε ο Αλτουσερ; Πράγματα τρομερά, καταστροφικά, που δεν άφηναν ουσιαστικά τίποτε όρθιο από τη θεωρητική παράδοση του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα, αλλά τα έλεγε τοποθετούμενος -ακόμη και μέσω της ορολογίας του στο εσωτερικό μιας «κομματικής» αγωνιστικής φιλοσοφικής παράδοσης, εκφραζόμενος, μερικές φορές σε βαθμό πρόκλησης, σε γλωσσικούς κώδικες που εγγράφονταν στη συνέχεια όλης αυτής της παράδοσης. Το διεθνές πολιτιστικό φαινόμενο, αναμφισβήτητα σημαντικό, που αποκλήθηκε «αλτουσερισμός», η ανάπτυξη και τα περιεχόμενα του οποίου θα πρέπει ασφαλώς να μελετηθούν, δεν θα μας βοηθήσει πάντως καθόλου, ίσως μάλιστα να μας παραπλανήσει τελείως, εφόσον εδώ το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε την καθαρότητα και τη σχετική απλότητα της βασικής θεωρητικής πρόθεσης του Λουί Αλτουσερ, η οποία πιστεύω ότι συνίσταται πριν απ΄ όλα στην απόπειρα μετασχηματισμού της φιλοσοφικής συνείδησης του μέσου κομμουνιστή αγωνιστή ή στελέχους του εργατικού κινήματος. Ο αλτουσερισμός είναι ένα φαινόμενο των διανοουμένων και των πανεπιστημίων, καθ΄ όλα αξιοσέβαστο, αλλά ο επιστημολογικός του κώδικας, που παραπέμπει στον Καυγκιλέμ, τον Μπασελάρ και τον Λακάν, θα μας έκανε να χάσουμε από τα μάτια μας τον κόσμο που ορίζουν οι κομμουνιστικές οργανώσεις βάσης και τα απεργιακά συνθήματα των εργατών, που είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ.
Στον κόσμο αυτό συνήθως δεν αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα να καταστεί αντικείμενο ούτε, κατά μείζονα λόγο, υποκείμενο του φιλοσοφικού λόγου. Αναμφίβολα είναι όλοι διατεθειμένοι ΄να δεχθούν ότι έχει δικαίωμα σε μια καλή φιλοσοφική εκλαΐκευση (πράγμα που, στη Γαλλία, είχε επιχειρήσει να κάνει ο Ζωρζ Πολιτζέρ στη δεκαετία του τριάντα). Οι διανοούμενοι που τρέφουν ένα σύμπλεγμα ενοχής λαϊκιστικού τύπου έναντι των χειρωνακτών εργαζομένων δεν παραλείπουν να κάνουν μερικές αθώες φραστικές θυσίες στο βωμό της εργατικής συνείδησης, πράγμα που δεν τους εμποδίζει να συνεχίσουν να σκέφτονται, κατ΄ ιδίαν, ότι η φιλοσοφία που έχει συνείδηση του εαυτού της, ως φυσικό χώρο έχει μόνο τα αμφιθέατρα και τις αίθουσες σεμιναρίων, εκεί όπου κάνουμε φιλοσοφία «στα σοβαρά». Αντιθέτως, θα γεννούσε τις μεγαλύτερες δυσκολίες το να αναδείξει κανείς ως φιλοσοφικό αντικείμενο άξιο ανάλυσης και μελέτης τον τρόπο με τον οποίο το «κομμουνιστικό» κοινό αίσθημα τον 20ό αιώνα ενσωμάτωσε την κυρίαρχη αστική κεφαλαιοκρατική παράσταση του κόσμου, κατά τρόπο τραγικό, αλλά ταυτόχρονα γελοίο.
Τι είναι όμως αυτή η παράσταση του κόσμου; Όχι τόσο η «κοσμοαντίληψη» που υιοθετούν υποκειμενικά οι ίδιοι οι αστοί, αλλά μάλλον μια «εικόνα του κόσμου» (Weltbild) που διακινείται αντικειμενικά από την ανώνυμη διαδικασία της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αν χρησιμοποιούμε εδώ ορολογία που προέρχεται από τον Χάιντεγκερ, δεν είναι επειδή πιστεύουμε πως η σκέψη του μπορεί να συνδυαστεί μηχανικά με εκείνη του Αλτουσέρ, αλλά επειδή μόνο αυτή η ορολογία μπορεί να δηλώσει με επαρκή σαφήνεια ότι αυτό που αποκαλούμε «ψευδή συνείδηση» (συνδέοντας συχνά χωρίς προφυλάξεις την έννοια αυτή με εκείνη της «ιδεολογίας») είναι στην πραγματικότητα μια αναγκαία ψευδής συνείδηση, από την οποία οι κοινωνικά δρώντες δεν είναι δυνατό να αποσπαστούν με μια απλή «ανθρωπιστική» απόφαση της βούλησης τους.
Ο Λουί Αλτουσέρ δε σταμάτησε να καταπολεμά την απλουστευτική σύλληψη της «επίδρασης» της κεφαλαιοκρατικής αστικής σκέψης στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Σπανίως βλέπει κανείς τους «αστούς» να προβαίνουν ευθέως σε απολογία της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης στο εργοστάσιο, στην πιο κτηνώδη μορφή της (αν και, ιδίως από το 1989 και μετά, και αυτό αρχίζει να εμφανίζεται). Αντίθετα, το πιθανότερο είναι η απολογία αυτή να περνά από τη μεσολάβηση θεωρητικών δομών που εμφανίζονται πολύ πιο «ανώνυμες». Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε για να εκτιμήσουμε όπως ταιριάζει την τριπλή, αλλά στην πραγματικότητα ενιαία, κριτική που κατηύθυνε ο Αλτουσέρ κατά του ιστορικισμού, κατά του ανθρωπισμού και κατά του οικονομισμού, η οποία αποτελεί κεντρική όψη του έργου του και πάνω στην οποία θα προσπαθήσω εδώ να εκθέσω μερικές σκέψεις.
Όταν παρεμβαίνει κανείς σε έναν κύκλο «αλτουσεριανών» διανοουμένων, μπορεί να φαίνεται τελείως περιττό να υπενθυμίσει ακόμα μια φορά ότι η κριτική του ιστορικισμού, του ανθρωπισμού και του οικονομισμού που είναι ενύπαρκτοι στην «ιστορική» μαρξιστική σκέψη (πράγμα που σημαίνει ότι υφίσταται πραγματικά, ενεργητικά, είναι ενσωματωμένη σε γιγαντιαίους κομματικούς, κρατικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς) βρίσκεται στο κέντρο της φιλοσοφίας του Αλτουσέρ. Το γεγονός αυτό είναι πασίγνωστο και δεν φαίνεται τι θα μπορούσε κανείς να προσθέσει. Και όμως, πώς να μην εκπλαγεί κανείς όταν κάθε μέρα διαπιστώνει ότι η κριτική αυτή αγνοήθηκε κατά τρόπο πραγματικά προκλητικό, και ότι, μετά από είκοσι και πλέον χρόνια, τα πάντα συμβαίνουν σαν να μην επιχειρήθηκε ποτέ, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Αναμφίβολα η νέα γενιά έχει δικαίωμα στην άγνοια. Κυνικά, συστηματικά, οι δυνατότητες επικοινωνίας με το πρόσφατο παρελθόν και πληροφόρησης της αφαιρέθηκαν, σχετικά με οτιδήποτε υπερέβαινε μια θολή και θεαματική εικόνα για την «επανάσταση του 1968». Το ότι οι παλιοί μαοϊκοί και μεταμελημένοι αριστεριστές, συμφιλιωμένοι σήμερα με τον καπιταλισμό, κάνουν ό,τι μπορούν για να εξαφανίσουν τα ίχνη της διαδρομής που διέτρεξαν, αυτό στο κάτω κάτω είναι απλώς δικαιοσύνη. Και μήπως ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχεις αυτό δεν είναι να δηλητηριάσεις τα πηγάδια απ΄ όπου ήπιες, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί πια να προχωρήσει στον ίδιο δρόμο, αν το δοκίμαζε;
Ανάλογη απογοήτευση προκαλεί η άρνηση ορισμένων να λάβουν υπόψη τους την αλτουσεριανή θεωρητική επανάσταση. Ο Γύργκεν Χάμπερμας περνά - δικαίως - για ένας από τους πλέον νοήμονες και καλύτερα πληροφορημένους θεωρητικούς της διεθνούς φιλοσοφικής κοινότητας: ωστόσο, γι΄ αυτόν, ο μαρξισμός από φιλοσοφική άποψη παραμένει μια μυθική αντίληψη που επιδιώκει να εκφράσει συνολικά την κοινωνική ολότητα, μια ουτοπία της επανιδιοποίησης στο ακέραιο της αλλοτριωμένης, στον κόσμο της πραγμοποίησης των εμπορευμάτων, ανθρώπινης ουσίας. Οποιαδήποτε προσπάθεια αναλαμβάνει κανείς για να του δώσει να καταλάβει ότι ο μαρξισμός μπορεί να είναι και κάτι άλλο από αυτό το Μύθο της Προέλευσης και της Σωτηρίας, γλιστρά επάνω του όπως το νερό πάνω στο μάρμαρο.
Την σημειώνει και συνεχίζει όπως πριν. θα έλεγε κανείς ότι, γι΄ αυτόν, τίποτε πια δεν παρήχθη στο πεδίο της μαρξιστικής φιλοσοφίας από την έκδοση του βιβλίου του νεαρού Λούκατς Ιστορία και, ταξική συνείδηση, το 1923, και ότι ο Αλτουσέρ δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα επεισόδιο του γαλλικού «δομισμού». Ουτοπία της εκφραστικής ολότητας στην οποία εξαφανίζεται κάθε καθορισμένη υποκειμενικότητα, ή δημοκρατική φιλελεύθερη θεωρία της επικοινωνίας, της οποίας το κράτος και η κεφαλαιοκρατική αγορά συνιστούν τους ανυπέρβλητους συστηματικούς καταναγκασμούς - αυτή είναι γι΄ αυτόν η μόνη δυνατή επιλογή. Tertium non dafür.
Αλλά η άρνηση παραδοχής της ύπαρξης του Αλτουσέρ παρατηρείται, παραδόξως, από την άλλη πλευρά, και στην πρόσφατη εγκύκλιο του πάπα, Centesimus annus. Σε αυτήν, το ιστορικό γεγονός της κατάρρευσης του πολιτικού κομμουνισμού το 1989 ερμηνεύεται με όρους θείας πρόνοιας, κατά τρόπο σχεδόν μεσσιανικό. Για τον Ιωάννη Παύλο τον Β ; που γνωρίζει μόνο δύο φιλοσοφικές παραλλαγές του μαρξισμού: το νατουραλισμό που προέρχεται από το νεαρό Μαρξ και το διαλεκτικό υλισμό σοβιετικού τύπου, που διδασκόταν στις σχολές του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο πολιτικός κομμουνισμός του 20ού αιώνα είναι ο θεωρητικός κληρονόμος της διαφωτιστικής αντίληψης περί ιστορικής προόδου, στην οποία προστίθενται ο υλισμός και ο αθεϊσμός. Αυτό όμως που ο Κάρολ Βοϊτύλα αποκαλεί «αθεϊσμό» είναι ακριβώς αυτό που, στον καιρό του, ο Αλτουσέρ είχε χαρακτηρίσει «ανθρωπισμό», και αυτό που αποκαλεί «υλισμό» είναι, πολύ απλά, ο «οικονομισμός» του Αλτουσέρ.
Όσο για την ιδεολογία της ομογενούς χρονικότητας της προόδου μέσα στην ιστορία, που θεμελιώνεται στη λογική προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα συλλογικό υποκείμενο που εμμένει στην αρχική του ταυτότητα και, έτσι, εγγυάται την τελική πραγματοποίηση του αρχικού του σχεδίου, δεν είναι άραγε ακριβώς αυτό που ο Αλτουσέρ είχε ορίσει ως «ιστορικισμό»;
Αναμφίβολα (σε πείσμα των εκμυστηρεύσεων του Ζ. Γκιττόν)2 τίποτε δεν υποχρεώνει τον πάπα να γνωρίζει τη σκέψη του Αλτουσέρ, ακόμη λιγότερο να τη λαμβάνει υπόψη του κατά τη σύνταξη των εγκυκλίων του. Ωστόσο, αξίζει τον κόπο να το σημειώσουμε εδώ, η επιλογή να αγνοηθεί ολοκληρωτικά ένας στοχαστής όπως ο Αλτουσέρ είναι γεγονός ότι είναι κοινή στην υψηλή πανεπιστημιακή κουλτούρα της Ευρώπης (Χάμπερμας) και στον βασικό ιδεολογικό μηχανισμό της Δύσης, την καθολική εκκλησία. Αλλά αυτό, αν το καλοσκεφτούμε, είναι μια θεμιτή επιλογή, απόλυτα δικαιολογήσιμη. Πραγματικά, γιατί άραγε οι μη μαρξιστές και οι μη κομμουνιστές θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους μια θεωρητική επανάσταση που απορρίφθηκε μεμιάς από αυτόν ακριβώς στον οποίο απευθυνόταν, δηλαδή το κομμουνιστικό κίνημα; Πώς θα ήταν δυνατό αυτό, που παραμερίστηκε με άγνοια, αυταρέσκεια και περιφρόνηση από τον προνομιακό συνομιλητή που ο Αλτουσέρ είχε επιλέξει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, να το υποδεχθούν, να το εξετάσουν και να το αξιολογήσουν θετικά εκείνοι, τους οποίους ο Αλτουσέρ ήθελε ακριβώς να υποβάλει σε κριτική;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, επικρίνοντας τον ιστορικισμό, ο Αλτουσέρ δεν σκόπευε να περιοριστεί σε ζητήματα μαρξικής φιλολογίας ή σε μια απλή πολεμική με τον Γκράμσι. Αυτό που ανακάλυπτε στον ιστορικισμό ήταν, ακριβώς, η παραγνώριση του ειδικού και συγκεκριμένου χαρακτήρα των κοινωνικών τρόπων παραγωγής, τον οποίο ο Μαρξ είχε θελήσει να καταστήσει θεμελιώδες επιστημονικό αντικείμενο του ιστορικού υλισμού. Ο ιστορικισμός ήταν μια ιδεολογία καθησυχαστική, θεμελιωτική, ικανή να προσαρμόζεται στη ρεφορμιστική θεωρία περί βαθμιαίων αλλαγών εξίσου όσο και στον αφηρημένο επαναστατισμό, εγγυώμενος τόσο στη μια όσο και στον άλλο ότι η ιστορία θα τελείωνε με ένα happy end, επειδή η πρώτη έβρισκε σε αυτόν την επιβεβαίωση της ιδέας ότι οι μερικές μεταρρυθμίσεις της ήταν σωρεύσιμες επ΄ άπειρον, ενώ ο δεύτερος την εγγύηση ότι η επαναστική του πράξη θα πραγματοποιηθεί αργά ή γρήγορα, αναπόδραστα.
Ο ιστορικισμός είναι το περιτύλιγμα, το γενικό πλαίσιο ή η προσωρινή μορφή αυτής της πολιτικής «ουσίας» που γεννήθηκε από το συνδυασμό του ανθρωπισμού και του οικονομισμού. Μορφή και ουσία, όπως στον Αριστοτέλη, ταυτίζονται σε μια ενιαία υπόσταση, και αυτή η τελευταία είναι που συνιστά το αληθινό υπόστρωμα της νέας αυτής μεταφυσικής της ιστορίας, στην οποία έδωσαν περιφρονητικά το όνομα «ιστορικός υλισμός» ή «κριτική της πολιτικής οικονομίας». Σε αυτή τη μεταφυσική της ιστορίας, ο Αλτουσέρ αντιπαραθέτει την αληθή επιστημονική σκέψη του Μαρξ. Αυτήν επιδιώκει να την ορίσει μέσω της περίφημης διακρίσης (αμφισβητήσιμης κατά τη γνώμη μου) ανάμεσα στο νεαρό Μαρξ και τον Μαρξ της ωριμότητας. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος για να συζητήσουμε, όπως θα ήταν δυνατό, τις δύο λύσεις που είναι θεωρητικά νοητές εάν το πρόβλημα τεθεί έτσι: διαδοχή ενός πρώτου «ιδεολογικού» Μαρξ από έναν δεύτερο «επιστημονικό» Μαρξ ή ταυτόχρονη, αντιφατική παρουσία επιστημονικών και ιδεολογικών στοιχείων στη σκέψη του Μαρξ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μέχρι το θάνατο του, το 1883 (μια αντίφαση, που, ταυτόχρονα, ήταν ο ίδιος ο τρόπος συνύπαρξης των όρων που συνενώνει). Αν και το φιλοσοφικό αυτό ερώτημα παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, θα ήθελα περισσότερο να επιμείνω στο γεγονός ότι, από την άποψη της επαναστατικοποίησης του «κοινού αισθήματος» του μέσου κομμουνιστή αγωνιστή, παραμένει δευτερεύον, τελικά δεν έχει καθόλου αποφασιστικό χαρακτήρα.
Για να το πούμε σχηματικά, είναι κάλλιστα δυνατό να προσχωρήσει κανείς στην τριπλή αλτουσεριανή κριτική του ιστορικισμού, του ανθρωπισμού και του οικονομισμού, είτε υιοθετήσει σε φιλοσοφικό επίπεδο τη θέση της διαδοχής, είτε προτιμήσει τη θέση της αντιφατικής συνύπαρξης. Ακόμα και το ζήτημα της αποδοχής ή απόρριψης της διαλεκτικής (ή της «διαλεκτικής μεθόδου») δεν είναι εν προκειμένω θεμελιώδες, γιατί θα ήταν από κάθε άποψη δυνατό να δεχθεί κανείς την αλτουσεριανή κριτική αποφασίζοντας να υπογραμμίζει ό,τι αντιπαραθέτει, σε μια σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού, τη διαλεκτική μέθοδο και τη δομική ή συνδυαστική μέθοδο (αποκόπτοντας έτσι τον Μαρξ από όλη την εγελιανή κληρονομιά), αλλά θα ήταν επίσης δυνατό να την δεχθεί αποφασίζοντας, αντίθετα, να διαβάσει την αλτουσεριανή θεωρία της ιστορίας ως «διαδικασίας χωρίς υποκείμενο» ως κατ΄ ουσίαν αποδοχή της εγελιανής λογικής (όπως πιστεύω εγώ από την πλευρά μου). Είναι βεβαίως προφανές ότι η σκέψη του Αλτουσέρ είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε μορφή εγελομαρξισμού, ως φιλοσοφίας της εκφραστικής ολότητας βασισμένης στην ενότητα του υποκειμένου και του αντικειμένου. Αλλά είναι εξίσου αληθές ότι η σύλληψη της ιστορίας ως διαδικασίας χωρίς υποκείμενο (την οποία ο Αλτουσέρ αποδίδει ρητά στον Χέγκελ) δεν έχει καμία σχέση με μια σύλληψη της ιστορίας ως ενότητας του υποκειμένου και του αντικειμένου.
Η αίσθηση μου είναι ότι ο εγελομαρξισμός είναι μια μεσιανική φιλοσοφία της αυτοσυνείδησης, πολύ συμπαθητική, αξιοσέβαστη, φιλοσοφία την οποία διαμόρφωσαν οι ορφανοί από έναν φαντασιακό κομμουνισμό διανοούμενοι της Δύσης, η οποία όμως δεν έχει ουσιαστικά καμία σχέση ούτε με το Χέγκελ ούτε με το Μαρξ, πέρα από επιφανειακές λεξιλογικές αναλογίες, έτσι ώστε θα μπορούσαμε να τη μελετήσουμε πολύ πιο άνετα αν υποθέταμε ότι ο Χέγκελ και ο Μαρξ δεν υπήρξαν ποτέ.
Απομακρύνθηκα όμως από τη βασική γραμμή του συλλογισμού μου και θα ήθελα τώρα να επανέλθω σε αυτή. Η αλτουσεριανή φιλολογία είναι γεμάτη ενδιαφέρον, αλλά δεν μας διαφωτίζει αληθινά για τους λόγους που εμπόδισαν το έργο του Αλτουσέρ να αγγίξει έστω επιφανειακά το κοινό αίσθημα του κομμουνιστή αγωνιστή. Ήρθε η στιγμή να διατυπώσω την υπόθεση που είναι στο κέντρο της παρουσίασης αυτής και που θα ήθελα να υποβάλω προς συζήτηση: αν η συμβολή του Αλτουσέρ δεν ήταν δυνατό να βρει παραλήπτη, αυτό συνέβη επειδή ο υποψήφιος παραλήπτης ήταν αδύνατο να μετασχηματιστεί. Γιατί ήταν αδύνατο; Επειδή απλούστατα η ιδεολογία της αγωνιστικής πρακτικής και της κομματικής ένταξης, ένα πραγματικά δομικό στοιχείο του ιστορικού κομμουνισμού ως πολιτικής μορφής κατά τον 20ό αιώνα το οποίο ο τελευταίος ήταν αδύνατο να απαρνηθεί, ήταν τελείως ασύμβατος με μια πραγματική - και όχι απλώς τυπική - αποδοχή της κριτικής που κατηύθυνε ο Αλτουσέρ κατά του ιστορικισμού, του ανθρωπισμού και του οικονομισμού.
Αυτό αποτελεί την κεντρική μου θέση και θα ήθελα να επιμείνω επ΄ αυτού. Πού εδράζονται, πράγματι, η αγωνιστική ιδεολογία και πρακτική στο πλαίσιο του κόμματος; Στην αναγκαία ψευδή συνείδηση (υπογραμμίζω τη λεξούλα «αναγκαία») η οποία υπόσχεται στον αγωνιστή ότι οι ατομικές και συλλογικές θυσίες υπέρ της κοινωνικής προόδου και της επανάστασης μπορούν όντως να σωρεύονται. Η «αίσθηση» που έχει ο αγωνιστής για τη δραστηριότητα του, πραγματικά, δεν θα ήταν δυνατό να εξαντλείται στο ότι οφείλει να εκτελεί, ούτως ειπείν, με ακρίβεια ένα πολιτικό καθήκον. Του χρειάζεται και η ιδέα ότι υπάρχει κάτι που οικοδομείται, και μάλιστα ως αποτέλεσμα της σώρευσης των θυσιών. Αυτό βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με ένα είδος «ευσεβούς ψεύδους», το οποίο σερβίρουν οι κυνικοί και μοχθηροί πολιτικοί ηγέτες στους αφοσιωμένους, αλλά αφελείς και χοντροκομμένους αγωνιστές. Μια τέτοια εξήγηση μοιάζει σαν δυο σταγόνες νερό με τον τρόπο που ο ορθολογισμός του Διαφωτισμού θεωρητικοποιούσε τη θρησκεία ως «εξαπάτηση του λαού από τους ιερείς» και θα πρέπει να την απορρίψουμε κατηγορηματικά. Οι κομμουνιστές που, κατά τον 20ό αιώνα, βίωσαν συγκεκριμένα τον «κομμουνισμό» τους ως την υπεροχή της ένταξης σε μια διακριτή κοινωνική ομάδα που ονομαζόταν «κομμουνιστικό κόμμα», κατά τον ίδιο τρόπο επεξεργάστηκαν μια ιδεολογία ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στην ομάδα αυτή, μια ιδεολογία στην οποία ο ιστορικισμός, ο ανθρωπισμός και ο οικονομισμός σχημάτιζαν το αναγκαίο υπόστρωμα της θεμελιώδους ταυτότητας τους.
Εδώ ας σταθούμε μια στιγμή. Είμαι βέβαια πλήρως πεπεισμένος γι΄ αυτό που μόλις διατύπωσα, αλλά δεν παύω να φοβάμαι τις αμφισημίες και τις απλουστεύσεις του. Ο Αλτουσέρ υπήρξε πάντοτε ένας κομμουνιστής φιλόσοφος· αλλά κανείς από μας δεν μπορεί ακριβώς να γνωρίζει σήμερα, το 1991, αν η κομμουνιστική πολιτική και η μαρξιστική θεωρία έχουν ακόμη ένα μέλλον που να τις διακρίνει από άλλες μορφές «προοδευτικής» σκέψης. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, θα ήταν δίκαιο να εξετάσουμε κριτικά το έργο του χωρίς να προϋποθέτουμε ως δεδομένη τη γνώση αυτών που συνέβησαν το 1989, κι ωστόσο βρισκόμαστε οι ίδιοι υπό την επήρεια της γνώσης αυτής και δεν μπορούμε να κάνουμε αφαίρεση της ύπαρξης της χωρίς να πέσουμε στην αυταπάτη της «μεθοδολογικής καθαρότητας».
Ο γάλλος μαρξιστής διανοούμενος που ήταν ο Αλτουσέρ δεν βίωσε παρά μόνο την «εξωτερική» εμπειρία της ταχείας διάλυσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ως αποτέλεσμα της προχωρημένης διαφθοράς του, ενώ ο ιταλός μαρξιστής διανοούμενος που είμαι εγώ βίωσε τη διπλή εμπειρία της εξωτερικής αυτής διάλυσης και της «εσωτερικής» διάλυσης του παλιού ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, που στο μεταξύ έγινε «Δημοκρατικό κόμμα της Αριστεράς» (Partito democratico delia sinisträ), δηλαδή ένα κόμμα που διεκδικεί τον μετακομμουνιστικό χαρακτήρα του κατά τρόπο σχεδόν προκλητικό. Το γεγονός αυτό εκτυλίχθηκε για μας «σε πραγματικό χρόνο» (όπως λένε στη σημερινή τηλεματική γλώσσα) και, σε αυτό, η ταχύτητα της διάλυσης εμφανίστηκε ως η αντεστραμμένη εικόνα, η καρικατούρα της «μεγάλης νύχτας» που, κάποια εποχή, χρησίμευσε για να φανταστούμε τον αιφνιδιαστικό χαρακτήρα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Σαν μια γενική απεργία από την ανάποδη, που αναμφίβολα θα είχε εντυπωσιάσει τον Σορέλ, και που δεν θα πάψει να εντυπωσιάζει τους απογόνους μας. Το πιο ενδιαφέρον σ΄ αυτό το φαινόμενο είναι η υπερταχεία μεταμόρφωση των παλιών κομμουνιστών γραφειοκρατών σε φερέλπιδες μάνατζερ της φιλελεύθερης δημοκρατίας: στην ΕΣΣΔ του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και στην Ιταλία του Ακίλε Οκέτο, το φαινόμενο αυτό αφορά χιλιάδες ανθρώπους, επιβάλλεται λοιπόν να διερωτηθούμε σχετικά με αυτό από θεωρητική άποψη.
Πρώτα πρώτα, πώς αναπαριστά το φαινόμενο αυτό τον ίδιο τον εαυτό του; Ακριβώς μέσα στο μείγμα αυτό ανθρωπισμού και οικονομισμού, για το οποίο ο Αλτουσέρ μας είχε δώσει εδώ και είκοσι χρόνια μια ασύγκριτη περιγραφή. Όπως στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Έντγκαρ Πόου, κανείς δεν φαίνεται να βλέπει αυτό που, ωστόσο, είναι μπροστά στα μάτια όλων. Στην ιδεολογία της γκορμπατσοφικής περεστρόικα, το φαινόμενο εμφανίζεται σε σχεδόν καθαρή μορφή και η απολογία της διαταξικής αλληλεγγύης μεταξύ όλων των ανθρώπων καλής θέλησης στον κόσμο συνδέεται στενά με την απόδοση του οφειλόμενου σεβασμού στους νόμους της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, της οποίας αναγνωρίζεται επιτέλους ο «αξεπέραστος» χαρακτήρας. Στην ιταλική ιδεολογία που προέκυψε από τη διάλυση της εθνικής κομμουνιστικής παράδοσης, ο οικονομισμός μεταφράζεται στην αναγνώριση αυτού που αποκαλείται «κεντρικότητα της επιχείρησης», ενώ ο ανθρωπισμός φέρει μάλλον το ένδυμα μιας δημοκρατικής και φιλελεύθερης «ιδιότητας του πολίτη» [citoyennete], στερημένης από κάθε ταξικό προσδιορισμό, κάτι σαν ένα φεμινισμό μόνο για άντρες, όπου η ενότητα και η αλληλεγγύη του ανθρώπινου γένους κυριαρχούν και δεν ανέχονται πλέον να τις ενοχλούμε με διαιρέσεις ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και υφισταμένους την εκμετάλλευση.
Η αλτουσεριανή διάγνωση, λοιπόν, ήταν παραδόξως τόσο ακριβής που δεν μπορούσε να γίνει πραγματικά δεκτή. Όσο για τον πανεπιστημιακό αλτουσερισμό, αυτός κατέληξε να γίνει παράγοντας «καλλιεργημένης» εξουδετέρωσης αυτής της δυνάμει ριζοσπαστικότητας, δημιούργησε την εντύπωση ότι στο βάθος το ζήτημα ήταν να υποκαταστήσουμε μια «διαλεκτική» άποψη με μία «δομιστική». Σύγκρουση καθαρά μεθοδολογική, για καλλιεργημένους ανθρώπους, αλλά όπως είπε κάποια μέρα ο Κολέτι, τότε που ήταν ακόμα «μαρξιστής», η μεθοδολογία είναι μια επιστήμη που ταιριάζει μια χαρά σ΄ αυτούς που δεν κατέχουν τίποτε συγκεκριμένα. Όσο για το κομμουνιστικό κίνημα, από τη βάση ως την κορυφή, το κοινό του αίσθημα αντιδρά με μια ομόφωνη άρνηση. Είδαμε ήδη ότι η καθημερινή ιδεολογία του αγωνιστή, ο οποίος βιώνει υποκειμενικά τον κομμουνισμό του ως αίσθημα ένταξης σε ένα οργανωμένο σύνολο που διατηρείται μέσα στο χρόνο, δεν μπορεί να δεχθεί πραγματικά την κριτική του ιστορικισμού, κατά τον ίδιο τρόπο που η συνδικαλιστική πρακτική και η διαχειριστική πρακτική των κομμουνιστών που εκλέγονται στους τοπικούς και εθνικούς μηχανισμούς του κράτους δεν μπορούν να ακούσουν την κριτική του οικονομισμού. Αλλά πρέπει ακόμα να προσθέσουμε το εξής: εν πάση περιπτώσει, οι πολιτικοί ηγέτες του ιστορικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα (εκείνοι, τους οποίους ο ισπανός μαρξιστής Μανουέλ Σακριστάν είχε στον καιρό του ορίσει, κατά αξεπέραστο τρόπο, ως «διανοουμένους στερημένους από πάθος για τις ιδέες») δεν μπορούσαν να αντέξουν αυτή την έμμεση απονομιμοποίηση όλων των καθημερινών πρακτικών τους που θα σήμαινε γι΄ αυτούς η αποδοχή του αλτουσερισμού, η έξοδος του από το πολιτιστικό γκέτο του πανεπιστημίου.
Η ιδεολογία αυτών των πολιτικών μηχανισμών υπήρξε πάντοτε μια ειδική - προσίδια στον 20ό αιώνα - μορφή μηδενισμού, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, αυτή που μπορούμε να βρούμε στον Νίτσε και στον Χάιντεγκερ. Τη διαπίστωση αυτή την κάνω χωρίς καμιά ευχαρίστηση, παρ΄ όλο που μου φαίνεται απαραίτητο να εκφραστούμε επιτέλους κατά ριζικό τρόπο, αν δεν θέλουμε τα αποτελέσματα του 1989 να αποβούν καταστροφικά.
Έτσι, το «κοινό αίσθημα» δεν υφίσταται τελικά την παραμικρή, έστω περιθωριακή, τροποποίηση. Ο φιλοσοφικός κώδικας του μαρξιστικού παραδείγματος που κυριαρχεί στο εσωτερικό του πραγματικού ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος θα παραμείνει βασισμένος στο συνδυασμό του ιστορικισμού, του ανθρωπισμού και του οικονομισμού - στο τρικέφαλο αυτό τέρας που θα του άξιζε, εξάλλου, να του βρούμε ένα ενιαίο όνομα. Αυτό δεν αποκλείεται να γίνει αργότερα, όταν θα γίνει ο απολογισμός της ιστορικής περιόδου 1917 1989 και θα είναι ευκολότερο να περιγραφεί η διαλεκτική πολιτιστικής μονιμότητας και ασυνέχειας που βρίσκεται επί το έργον σε αυτούς τους «ιδεολογικούς σχηματισμούς» (σύμφωνα με την έκφραση του Σαρλ Μπετελέμ, η οποία μου φαίνεται απόλυτα σωστή). Είμαι ωστόσο πεπεισμένος ότι η κριτική του μέλλοντος θα είναι κατ΄ ουσίαν γενναιόδωρη με τον Λουί Αλτουσέρ.
Χωρίς αμφιβολία, θα αναγνωρίσει ότι αυτός ο άντρας δεν υπήρξε μόνο αντιπροσωπευτική, ή και υποδειγματική, φιγούρα της καθορισμένης συγκυρίας της δεκαετίας του εξήντα, αλλά ότι στάθηκε ικανός να την ξεπεράσει και να φθάσει μια πολύ ευρύτερη διάσταση, αντιπροσωπευτική της εποχής ολόκληρης, τη διάσταση ενός φιλοσόφου τυπικού για τον 20ό αιώνα. Βέβαια, το μήνυμα του Αλτουσέρ είναι, όπως ειπώθηκε, ένα μήνυμα μοναξιάς, αλλά όχι αποτυχίας. Δεν ήταν στην εξουσία του να μετασχηματίσει ένα κίνημα ανεπίδεκτο μετασχηματισμού -και ο ιστορικός κομμουνισμός του 20ού αιώνα είχε γίνει κάτι που δεν επιδέχεται μεταμόρφωση. Γι αυτόν το λόγο είναι εξίσου ανησυχητικό το ότι σήμερα ακόμη καθυστερούμε τόσο να το λάβουμε υπόψη και αρκούμαστε σε «υπαρξιακές» ψυχικές καταστάσεις, καμωμένες από μνησικακία, κατάπληξη και νοσταλγία, που έχουν μεγάλη σχέση με τον τυπικό για την «αριστερά» συναισθηματικό κώδικα, αλλά στο εξής δεν έχουν πια καμία σχέση με τον νέο θεωρητικό κώδικα ενός πιθανού μελλοντικού κομμουνισμού.
Μετάφραση: Ακης Γαβριηλίδης
Πηγή: «Θέσεις», Τεύχος 56, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1996
http://rednotebook.gr/details.php?id=11221