
"Γιατί κανείς δεν με βοηθάει; Δεν αντέχω άλλο. Δεν είμαι γουρούνι, Άνθρωπος είμαι. Δεν το αντέχω."
"Γιατί κανέις δεν μου δίνει σημασία? Δεν είμαι γουρούνι, Άνθρωπος είμαι! Δεν αντέχω άλλο!"
Άνθρωπος τα έλεγε αυτά (και όχι γουρούνι), μεσημέρι, δίπλα στη στάση του λεωφορίου, στη μέση του δρόμου.
Μουρμούριζε περισσότερο παρά μιλούσε. Κοιτούσε στην κατεύθυνση όπου ερχόντουσαν τα αμάξια, αυτά που περνούσαν ξυστά δίπλα του.
Γονάτιζε, σηκωνόταν, περίμενε...
"Σε παρακαλώ, βοήθησέ με."
Περίμενε ίσως να τον λυπηθούν οι "άνθρωποι" που περίμεναν στην στάση, ίσως περίμενε να σταματήσει κάποιος οδηγός, ίσως να περίμενε απλά να ξεφύγει κάτω από τις ρόδες κάποιου εύσπλαχνου περαστικού...
Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ζώα ευαίσθητα και σπλαχνικά. Δεν αντέχουμε να βλέπουμε κάποιον να πεθάινει μπροστά μας, προτιμούμε να γυρνάμε την πλάτη μας, και να τον αφήσουμε στην ζεστή γωνιά του πεζοδρομίου του, να σβήσει αργά αργά, μακρία από το αδιάκριτο βλέμμα μας.
"Άνθρωποι" ήταν μαζεμένοι αρκετοί στην στάση. Μια γυναίκα τον φώναξε να του μιλήσει, να τον φέρει πιο κοντά της. Κοντά με την χωρική έννοια, μακριά από τα επικίνδυνα τροχοφόρα.
Ο άνθρωπος έχει ακόμα το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο στην φύση του. Όταν όμως του λείπει η ευαισθησία και διάθεση να βοηθήσει, τότε λέγεται περιέργεια.
"Τι θες; Να σταματήσεις ταξί; Να πας κάπου;"
"Ντρέπομαι. Θα σου πώ, αλλά μην με μαλώσεις σε παρακαλώ. Ντρέπομαι, μην με μαλώσεις."
"Δεν είμαι ζητιάνος, Ντρέπομαι. Δεν έχω χρήματα. Ντρέπομαι."
Είχε τυλιγμένο με γάζες το αριστερό του χέρι, στο άλλο κρατούσε το κουτί κάποιων αντιβιοτικών.
Είχε κοπεί, απ' ότι έλεγε, και το τραύμα μολύνθηκε, και πήγε σε γιατρό, που τον περιποήθηκε, αλλά ο άνθρωπός μας δεν είχε χρήματα όυτε βιβλιάριο, οπότε κατάφερε και βρήκε το πρώτο κουτί, αλλά η θεραπεία απαιτεί και δεύτερο, όμως δεν έχει τα χρήματα να το αγοράσει, και όντας ανασφάλιστος το νοσοκομείο δεν του δίνει τα χάπια.
Στο κουτί πάνω έγραφε την τιμή: 34.95 ευρώ.
"Έχω μόνο ένα ευρώ -ντρέπομαι-. Δεν μου φτάνουν τα λεφτά -ντρέπομαι-. Δεν είμαι ζητιάνος, αλλά η μόλυνση προχωράει, και χρειάζομαι την αντιβίωση, αλλά Ντρέπομαι. Το νοσοκομείο δεν εφημερεύει, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έχω βιβλιάριο. Ντρέπομαι."
Κάποιος τον λυπήθηκε, κοίταξε γύρω του, και με δυσπιστία τον πλησίασε.
"Μην με μαλώσεις, ντρέπομαι" ξανά το μουρμουρητό, αυτή την φορά προς το αγόρι.
Ποιος μπορεί να μαλώσει έναν Άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη; Που δεν μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς, που δεν έχει να φάει, που ο πόνος και η ταπείνωση είναι η καθημερινότητά του; Ποιος μπορεί να μαλώσει έναν Άνθρωπο σε απόγνωση;
"Δεν είμαι ζητιάνος, ντρέπομαι."
Το αγόρι του έδωσε χρήματα, τα έβαλε στην τσέπη του Ανθρώπου και γύρισε στην γυναίκα που του πρωτομίλησε, ελπίζοντας πως θα τον ακολουθήσει. Μα αυτή ήταν ψυχρή. Παγωμένοι και απρόσωποι και οι υπόλοιποι "άνθρωποι" στην στάση.
"Δεν μου φτάνουν, δεν θα μου τα δώσουν, τι θα κάνω;" μονολογούσε.
Και το λεωφορείο ήρθε. Και έφυγε. Και πήρε και τους "ανθρώπους" μαζί, που δεν τον έβλεπαν πια, που δεν νιώθουν τύψεις.
"Έρχεται κάθε μέρα και λέει το παραμύθι του", έιπε ένας. Ότι δεν έχει φάρμακα, δηλαδή, ούτε βιβλιάριο, ούτε χρήματα για να τα βρει. Έρχεται κάθε μέρα να του θυμίσει τον πόνο του. Μα εμείς είμαστε άνθρωποι, είμαστε ευαίσθητοι, δεν αντέχουμε τον πόνο.
Και ο Άνθρωπος μόνος ξανά, χωρίς λεφτά, χωρίς φάρμακα, χωρίς στήριγμα, χωρίς αυτοεκτίμηση. Το μόνο που του έμεινε, να ζητιανέψει τα φάρμακά του, την υγεία του, την ζωή του. Μια ζωή που σιχαίνεται.
Ντρέπομαι.
Ποιος συμπαραστέκεται στους άπορους;
Ποια κοινωνία δεν μεριμνά γι' αυτούς;
Πώς είναι δυνατόν να μην χορηγούνται δωρεάν τα φάρμακα σε ανθρώπους που τα έχουν ανάγκη, αλλά δεν έχουν χρήματα να φάνε;
Ντρέπομαι.
Πώς είναι δυνατόν να λεγόμαστε άνθρωποι όταν περιφρονούμε όσους γύρω μας πονάνε;
Όταν φοράμε της παροπίδες της τηλεόρασης, όταν κλεινόμαστε στα οχυρά του άγχους και της δουλειάς μας, όταν ξεχνιόμαστε στην καθημερινότητά μας;
Ντρέπομαι.