
Έκθετος ο υπουργός Παιδείας από σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Έκθετο, σε ότι αφορά τους χειρισμούς για τα Κολέγια και τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών αφήνει τον υπουργό Παιδείας σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί προδικαστικού ερωτήματος που είχε υποβάλλει το Συμβούλιο της Επικρατείας τον περασμένο Μάρτιο.
Όπως προκύπτει, εμμέσως, πλην, όμως, σαφώς, από την απόφαση του ΔΕΚ (υπόθεση C 151/07) ο υπουργός Παιδείας παραπλανούσε τη Βουλή και την Κοινή Γνώμη όταν τον Ιούλιο έσπευδε να αναγορεύσει νομοθετικώς τα Κολέγια ως εκπαιδευτικά ιδρύματα, ισχυριζόμενος ότι με αυτό τον τρόπο συμμορφωνόταν προς τις επιταγές της Ε.Ε. και τις κοινοτικές οδηγίες. Κι’ αυτό γιατί με τη σημερινή απόφασή του το ΔΕΚ, απαντώντας ευθέως στο ερώτημα του ΣτΕ τονίζει ότι «δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος» (παράγραφος 31), που σημαίνει ότι ήταν επιλογή και όχι κοινοτική δέσμευση η απόφαση του υπουργού Παιδείας, όπως επανειλημμένα έχει τονίσει το ΤΕΕ, οι άλλοι επιστημονικοί φορείς και η ακαδημαϊκή κοινότητα (ΑΕΙ και ΤΕΙ).
Με άλλα λόγια, αν δεν είχε σπεύσει η κυβέρνηση να αναγνωρίσει ως εκπαιδευτικά ιδρύματα τα Κολέγια με το νόμο 3696/2008, κανένα απολύτως πρόβλημα δεν θα υπήρχε ούτε με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ούτε με την παραβίαση του Ελληνικού Συντάγματος.
Επιπροσθέτως, με την απόφασή του το ΔΕΚ εκθέτει περαιτέρω τον υπουργό Παιδείας, καθώς επισημαίνει ότι η οδηγία 89/48 «δεν προβλέπει περιορισμούς όσον αφορά το κράτος μέλος εντός του οποίου ο αιτών πρέπει να έχει αποκτήσει τα επαγγελματικά του προσόντα και αφετέρου ότι εναπόκειται αποκλειστικά στις αρμόδιες αρχές οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα που παρέχουν πρόσβαση στα νομικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα να ελέγχουν, βάσει των κανόνων που διέπουν το σύστημά τους επαγγελματικής εκπαίδευσης, αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση των διπλωμάτων αυτών, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι προϋποθέσεις οι σχετικές με το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο σπούδασε ο κάτοχος του διπλώματος» (παράγραφος 30). Που σημαίνει ότι κανένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. δεν μπορεί να αναγνωρίζει «διπλώματα» που έχουν αποκτηθεί από φορέα το οποίο δεν είναι και δεν αναγνωρίζεται σε κάποια άλλη χώρα εκπαιδευτικό ίδρυμα, καθώς σ’ αυτή «εναπόκειται να διασφαλίζει την ποιότητα της σχετικής εκπαίδευσης» (παράγραφος 31).
Σε αντίθετη περίπτωση, τα «διπλώματα» που αναγνωρίζονται μετά από «σπουδές» εκτός εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και δεν διασφαλίζουν την απαιτούμενη ποιότητα εκπαίδευσης – συνάγεται από την απόφαση του ΔΕΚ – μπορούν να αμφισβητηθούν από τα κράτη-μέλη και να ζητηθεί η ακύρωσή τους με προσφυγή στα δικαστήρια των χωρών που τα προωθούν εν είδη εμπορεύματος. Κάτι που μπορούσε και όφειλε να πράξει το υπουργείο Παιδείας και το οποίο – όπως έχει προαναγγείλει – θα κάνει το ΤΕΕ από κοινού με τα ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Εξάλλου, με τη σημερινή απόφαση του το ΔΕΚ μπορεί να δέχεται ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής υποχρεούνται, κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 92/51, να αναγνωρίζουν το δίπλωμα που έχει χορηγηθεί με ευθύνη άλλου κράτους, ακόμη και από φορέα που λειτουργεί με το σύστημα της δικαιόχρησης, ωστόσο, υπενθυμίζει ότι αυτό μπορεί να γίνει με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της ίδιας οδηγίας. Είναι αυτή που αναγνωρίζει ότι «μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών ενδέχεται να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της εκπαίδευσης που απαιτείται για την πρόσβαση στο ίδιο νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα», η ίδια που «επιτρέπει στο κράτος μέλος υποδοχής να απαιτεί από τον αιτούντα να αποδείξει ότι διαθέτει επαγγελματική πείρα ορισμένης διάρκειας ή να υποβληθεί σε “αντισταθμιστικά μέτρα”, δηλαδή να πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής ή να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας, εφόσον υπάρχει ουσιαστική διαφορά, από άποψη διάρκειας ή περιεχομένου, μεταξύ της εκπαίδευσης που έλαβε ο αιτών και εκείνης που απαιτεί το κράτος μέλος υποδοχής». Με δυο λόγια, το ΔΕΚ αναγνωρίζει το αυτονόητο: ότι για να αναγνωριστεί ένας τίτλος σπουδών και να αποδοθούν επαγγελματικά δικαιώματα απαιτείται ο ενδιαφερόμενος να έχει τύχει της ίδιας (ή αντίστοιχης) διάρκειας και περιεχομένου σπουδών με αυτά που απαιτούνται για όσους αποφοιτούν από τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Απ'το tee.gr