

Spoiler: show
Θα σε πετύχω τυχαία στο δρόμο. Καλησπέρα, τί κάνεις; Όλα καλά; Σκατά, τα ίδια, αντέχουμε. Θα περπατήσουμε μαζί.
Δεν ήμουν φτιαγμένος για αυτό, θα πεις.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να έρθω εδώ, να περπατήσω αυτούς τους δρόμους, να κοιτάξω αυτά τα πρόσωπα, να ζήσω αυτές τις μέρες.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να φοβάμαι μέσα στο τρένο, να απελπίζομαι στις κεντρικές λεωφόρους, να ελίσσομαι ανάμεσα στα πτώματα, να αποφεύγω τα απλωμένα χέρια, να παρατηρώ τα παραιτημένα πόδια.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να ζήσω αυτά τα χρόνια, αυτές τις ουρές, αυτά τις αγωνίες, αυτές τις φτώχειες.
Δεν ήμουν φτιαγμένος για αυτό, θα πεις και θα σκέφτεσαι τις φωτογραφίες κάποιων διακοπών, τότε που ήμαστε όλοι είκοσι και τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά. Τίποτα δεν έμπαινε ανάμεσα στον εαυτό και την επιθυμία.
Θα πεις. Ήμουν φτιαγμένος για εκείνη την μακρινή παραλία με την παράταιρη καντίνα, τις παγωμένες μπύρες και την πίτα κάτω απ’ το αρμυρίκι. Για αυτοσχέδιες συναυλίες, μυστήριες γυναίκες, σπιτικά ποτά, αγέραστα καφενεία και νυχτερινές μπάρες. Ήμουν φτιαγμένος για πρωινές βόλτες και σακούλες γεμάτες βιβλία. Για βραδινά μπάνια και κοφτές ντρίπλες.
Οι ώμοι μου ήταν φτιαγμένοι για ένα σακίδιο που θα ξυπνούσε στη μία μεριά του κόσμου και θα κοιμόταν στην άλλη. Τα δάχτυλά μου ήταν φτιαγμένα για να γράφω εξυπνακίστικες ιστορίες και εντυπώσεις από απερίγραπτα τοπία. Το στόμα μου ήταν φτιαγμένο για να γελάει με φριχτά ανέκδοτα και να πίνει (άλλο) ένα τελευταίο κονιάκ και να φιλάει εξωτικούς λαιμούς, ξαπλωμένα χέρια και σεντονένια πόδια.
Ήμουν φτιαγμένος να γνωρίσω τη δυστυχία του κόσμου ως μυθιστόρημα, κακιά ανάμνηση, μελαγχολική ταινία και δυσπρόφερτο πετίσιον.
Τώρα κάνω βόλτες σε έρημους δρόμους πνιγμένους απ’ τα εκατοντάδες ενοικιάζεται. Γράμματα στοιβάζονται σε εισόδους, ζητιάνοι και πρεζάκια στοιβάζονται σε πεζοδρόμια, άνεργοι στοιβάζονται σε βιογραφικά, μετανάστες στοιβάζονται σε στρατόπεδα.
Δεν ήμαστε φτιαγμένοι για να βαδίζουμε ατρόμητοι καταπάνω σε όλα τα ζόρια – λογαριασμοί, απολύσεις, ερημιές, μπάτσοι, φασίστες, βιβλιάρια υγείας. Εμείς υπολογίζαμε ότι θα κλαίγαμε μόνο από έρωτα και εθιμοτυπικά, σε μεγάλες αθλητικές νίκες και επετείους. Άντε πότε πότε κι ένας θάνατος. Εμείς υπολογίζαμε ότι θα διαβάζαμε τους θεωρητικούς για λόγους κουλτούρας και ότι θα τα βάζαμε με την υπερκατανάλωση, την αλλοτρίωση και άλλες έννοιες απ’ τις εκθέσεις ιδεών.
Δεν ήμουν φτιαγμένος για αυτό, θα πεις.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να έρθω εδώ, να περπατήσω αυτούς τους δρόμους, να κοιτάξω αυτά τα πρόσωπα, να ζήσω αυτές τις μέρες.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να φοβάμαι μέσα στο τρένο, να απελπίζομαι στις κεντρικές λεωφόρους, να ελίσσομαι ανάμεσα στα πτώματα, να αποφεύγω τα απλωμένα χέρια, να παρατηρώ τα παραιτημένα πόδια.
Δεν ήμουν φτιαγμένος να ζήσω αυτά τα χρόνια, αυτές τις ουρές, αυτά τις αγωνίες, αυτές τις φτώχειες.
Δεν ήμουν φτιαγμένος για αυτό, θα πεις και θα σκέφτεσαι τις φωτογραφίες κάποιων διακοπών, τότε που ήμαστε όλοι είκοσι και τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά. Τίποτα δεν έμπαινε ανάμεσα στον εαυτό και την επιθυμία.
Θα πεις. Ήμουν φτιαγμένος για εκείνη την μακρινή παραλία με την παράταιρη καντίνα, τις παγωμένες μπύρες και την πίτα κάτω απ’ το αρμυρίκι. Για αυτοσχέδιες συναυλίες, μυστήριες γυναίκες, σπιτικά ποτά, αγέραστα καφενεία και νυχτερινές μπάρες. Ήμουν φτιαγμένος για πρωινές βόλτες και σακούλες γεμάτες βιβλία. Για βραδινά μπάνια και κοφτές ντρίπλες.
Οι ώμοι μου ήταν φτιαγμένοι για ένα σακίδιο που θα ξυπνούσε στη μία μεριά του κόσμου και θα κοιμόταν στην άλλη. Τα δάχτυλά μου ήταν φτιαγμένα για να γράφω εξυπνακίστικες ιστορίες και εντυπώσεις από απερίγραπτα τοπία. Το στόμα μου ήταν φτιαγμένο για να γελάει με φριχτά ανέκδοτα και να πίνει (άλλο) ένα τελευταίο κονιάκ και να φιλάει εξωτικούς λαιμούς, ξαπλωμένα χέρια και σεντονένια πόδια.
Ήμουν φτιαγμένος να γνωρίσω τη δυστυχία του κόσμου ως μυθιστόρημα, κακιά ανάμνηση, μελαγχολική ταινία και δυσπρόφερτο πετίσιον.
Τώρα κάνω βόλτες σε έρημους δρόμους πνιγμένους απ’ τα εκατοντάδες ενοικιάζεται. Γράμματα στοιβάζονται σε εισόδους, ζητιάνοι και πρεζάκια στοιβάζονται σε πεζοδρόμια, άνεργοι στοιβάζονται σε βιογραφικά, μετανάστες στοιβάζονται σε στρατόπεδα.
Δεν ήμαστε φτιαγμένοι για να βαδίζουμε ατρόμητοι καταπάνω σε όλα τα ζόρια – λογαριασμοί, απολύσεις, ερημιές, μπάτσοι, φασίστες, βιβλιάρια υγείας. Εμείς υπολογίζαμε ότι θα κλαίγαμε μόνο από έρωτα και εθιμοτυπικά, σε μεγάλες αθλητικές νίκες και επετείους. Άντε πότε πότε κι ένας θάνατος. Εμείς υπολογίζαμε ότι θα διαβάζαμε τους θεωρητικούς για λόγους κουλτούρας και ότι θα τα βάζαμε με την υπερκατανάλωση, την αλλοτρίωση και άλλες έννοιες απ’ τις εκθέσεις ιδεών.