Η λέξη μιτάτο κατάγεται από τη λατινική metatum, η οποία σημαίνει στρατιωτικό κατάλυμα. Στους βυζαντινούς χρόνους η λέξη μιτάτο σήμαινε την υποχρέωση των πολιτών να παρέχουν κατάλυμα και τροφή στους ταξιδεύοντες κρατικούς υπαλλήλους ή πολίτες. Σήμερα σημαίνει το κατάλυμα του βοσκού. Συνήθως απαρτίζεται από το τζάκι-χώρος τυροκόμησης (ο οποίος κατασκευάζεται από δύο πέτρες κάθετες στην περίμετρο του τοίχου-πυρομάχοι), τον ανηφορά, τις θυρίδες (λίθινα ντουλάπια μέσα στο σώμα του τοίχου) για να φυλάγονται εργαλεία ή/και τροφές και εξωτερικά την τραπεζαρία. Όταν το μιτάτο είναι διπλό, τότε ο ξώκουμος είναι η κατοικία και ο μεγάλος κούμος είναι ο χώρος του τυροκόμου. Δίπλα στους κούμους κατασκευάζεται ξηρολιθικά η μάντρα ενώ το σύμπλεγμα ολοκληρώνεται με το τυροκέλι (ημιυπόγειο ή κούμος), για να φυλάσσεται και να ωριμάζει το τυρί.
Οι αρχιτέκτονες αναφέρονται στα μιτάτα ως σπιτοκάλυβα ή θολωτά σπίτια (Μποζινέκη-Διδώνη, 1985) συνδέοντας την καταγωγή τους με την κλαδοπλεκτική καλύβα. Οι αρχαιολόγοι αναφέρονται σε αυτά με τους όρους θολωτές κατασκευές ή θολωτά μιτάτα, συνδέοντας τα με τάφους (Σακελλαράκης, 1985). Η ομοιότητα των μιτάτων με τους κυκλικούς τάφους της μινωικής περιόδου είναι βέβαιη έπειτα από την ανακάλυψη στο Φουρνί των Αρχανών το 1965 από το Γ. Σακελλαράκη μιας ασύλητης βασιλικής ταφής. Ο Xanthoudides (1924) ανέσκαψε τάφους στη Μεσαρά και υποστήριξε ότι ο τρόπος κατασκευής αυτών είναι ίδιος όπως αυτός των μιτάτων, ενώ άλλοι ερευνητές έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για την ομοιότητα τάφων και μιτάτων οι οποίες σχετίζονται με το ότι τα μιτάτα έχουν μικρότερη διάμετρο από τους τάφους, ότι τα μιτάτα κτίζονται από τη σκληρή πέτρα της εκάστοτε περιοχής ενώ οι τάφοι από ανομοιόμορφες πέτρες και κονίαμα και ότι τα μιτάτα είναι υπέργεια ενώ οι τάφοι είναι ημιυπέργειοι.
Κατασκευαστικά, το κύριο χαρακτηριστικό ενός μιτάτου είναι η καμπυλόσχημη εσωτερική περίμετρος του τοίχου, η οποία συχνά πλησιάζει τον κύκλο, ενώ εξωτερικά ο τοίχος μπορεί να είναι κυκλικός ή και γωνιασμένος. Η διάμετρος των μιτάτων εσωτερικά ποικίλει από 3.5 έως 5.5μ και εξωτερικά από 4.5 έως 6.5μ. Το ύψος τους κυμαίνεται μεταξύ 2.5 και 3.5μ. Σίγουρα ανοίγματα είναι η πόρτα (με το ύψος της να κυμαίνεται μεταξύ 0.8 και .5μ και το πλάτος της να είναι μεταξύ 0.6 και 0.8μ) και ο ανηφοράς (με διάμετρο μεταξύ 0.2 και 0.6μ). Σημειώνεται ότι το μιτάτο ορθώνεται με επάλληλα πέτρινα δακτυλίδια πλακών σε επεξοχή. Το πρώτο από αυτά, το οποίο χαρακτηρίζεται από μη επεξοχές, έχει ύψος περίπου 1.5μ. Όσο ψηλότερα βρίσκεται ένα δακτυλίδι, τόσο λεπτότερες πλάκες χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του ώστε να μεταβιβάζουν μικρότερο φορτίο στα υποκείμενα δακτυλίδια. Κοντά στη βάση χρησιμοποιούνται μεγάλες πέτρες για να μετατοπίζεται το κέντρο βάρους προς τη βάση και για να παραλαμβάνεται από αυτές το φορτίο από όλα τα υπερκείμενα δακτυλίδια. Οι πλάκες στοχεύουν στον ανηφορά με κλίση προς τα έξω ώστε να εξοστρακίζουν η μία μετά την άλλη το νερό της βροχής. Ανάμεσα στην εξωτερική και την εσωτερική παρειά του τοίχου που χρησιμεύει ως οροφή του μιτάτου γίνεται το γέμισμα από μικρότερες πέτρες ακανόνιστου σχήματος το οποίο λειτουργεί ως αντίβαρο της επεξοχής.