Το κέρδος είναι ανήθικο εισόδημα

Το κέρδος είναι ανήθικο εισόδημα
12/10/2008
Του Θοδωρου Παρασκευοπουλου
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο μάθημα των Δημόσιων Οικονομικών, στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου της τότε Δυτικής Γερμανίας, ένας συμφοιτητής μου είχε ρωτήσει για ποιον λόγο τα κέρδη των Νομικών Προσώπων φορολογούνται αυτοτελώς με τον ανώτατο συντελεστή (στη Γερμανία τότε ήταν 56%), ενώ τα άλλα εισοδήματα με την προοδευτική φορολογική κλίμακα, δηλαδή με αυξανόμενο συντελεστή ανάλογα με το ύψος τους. Εγώ, νεαρός κομμουνιστής τότε, το έβρισκα αυτονόητο, χωρίς να το έχω πολυσκεφτεί, και η απάντηση του καθηγητή (παλιού σοσιαλδημοκράτη) με εξέπληξε: -Γιατί τα κέρδη, είπε, δεν θεωρούνται εξίσου ηθικό εισόδημα όσο το εισόδημα από εργασία.
Ο Στέφανος Μάνος, πολύ αργότερα, πριν από λίγα χρόνια συγκεκριμένα, όταν το Χρηματιστήριο ήταν στα ντουζένια του, μου ξαναθύμισε πόσο σημαντική ήταν εκείνη η παρατήρηση του γερμανού καθηγητή. Ο Στέφανος Μάνος, λοιπόν, έλεγε τότε ότι η άνοδος του Χρηματιστηρίου και η μαζική, και παροδικά αποδοτική, τοποθέτηση χρημάτων σε μετοχές συνέβαλλε ώστε να αποενοχοποιηθεί το κέρδος. Το ίδιο, την αποενοχοποίηση του κέρδους, είχε βάλει σκοπό της δημοσιογραφίας του ο Γιάννης Μαρίνος, άλλοτε διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου. Με μεγάλη επιτυχία, όχι μόνος του βέβαια: πριν ακόμη από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ανατολή, είχε αρχίσει μια γιγάντια παγκόσμια προπαγανδιστική εκστρατεία για την κατάκτηση του νου· η απενοχοποίηση του κέρδους ήταν από τα κεντρικά της μελήματα. Η επιτυχία αυτής της εκστρατείας συνέβαλε ώστε στην Ελλάδα η φορολογική επιβάρυνση των κερδών (για τις Ανώνυμες Εταιρείες και τις ΕΠΕ) να έχει μειωθεί από 40% σε 25%, και να σχεδιάζεται φορολογική τους ελάφρυνση μέχρι το 20% σε πέντε χρόνια.
Το ότι στα εγχειρίδια της οικονομικής επιστήμης επέστρεψε ο γελοίος "τριαδικός τύπος" για την παραγωγή και τα εισοδήματα (κεφάλαιο, εργασία, γη), ότι μάλιστα ανακαλύφθηκε νέος συντελεστής της παραγωγής (η "επιχειρηματικότητα"), και επομένως νέα πηγή εισοδήματος που δικαιολογεί τις αστρονομικές αμοιβές των μάνατζερ, κι αυτά χωρίς να πέσει μεγάλο κράξιμο, είναι χαρακτηριστικό της επιτυχίας αυτής της εκστρατείας: τα κέρδη των καπιταλιστών και οι στοκ-όπσιον των μάνατζερ εξομοιώθηκαν από ηθικής απόψεως με τον μισθό.
Τη σημασία της παρατήρησης του δασκάλου μου για τον ανήθικο χαρακτήρα του κέρδους μού την έφερε πάλι στο νου, πριν από λίγο καιρό, ο Μπάμπης Γεωργούλας με ένα σημείο του άρθρου του στην Εποχή (21.9.2008). Με το άρθρο εκείνο ο Γεωργούλας απαντούσε σημείο προς σημείο -μια παλιά τέχνη της Αριστεράς, που την έχουμε μισοξεχάσει- στα όσα είπε ο Γιώργος Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη. Μια και το έφερε η κουβέντα, το άρθρο του Γεωργούλα θα άξιζε να ανατυπωθεί και να μοιραστεί στους ανθρώπους του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., για την καθημερινή πολιτική επιχειρηματολογία τους. Γράφει, λοιπόν, ο Γεωργούλας στην Εποχή:
"Ο Γ. Παπανδρέου υποσχέθηκε ενιαία φορολογική κλίμακα για όλα τα εισοδήματα, ανεξάρτητα από ποια πηγή προέρχονται. Το έκανε, όπως είπε, γιατί είναι άδικο να φορολογείται με δυσμενέστερο τρόπο ο χαμηλόμισθος με τον πλούσιο. Δυστυχώς γι' αυτόν, και θεωρητικά και στην πράξη, εκείνο που διασφαλίζει την ευμενέστερη μεταχείριση των χαμηλών εισοδημάτων είναι η διαφοροποίηση του τρόπου φορολόγησης των εισοδημάτων ανάλογα με την πηγή: με ευμενέστερες φορολογικές κλίμακες για τους μισθούς και επαχθέστερες για τα κέρδη. Δεν το θέλει αυτό το ΠΑΣΟΚ;".
Έχω τη γνώμη ότι το γεγονός πως δεν επιμείναμε σε αυτό το ζήτημα, απαντώντας στον Γ. Παπανδρέου, αλλά ούτε και στη συζήτηση του φορολογικού νομοσχεδίου στη Βουλή (αυτό ωστόσο δεν μειώνει τη λαμπρή παρουσία της κοινοβουλευτικής μας ομάδας εκεί), έχει να κάνει με την επιτυχία αυτής της προπαγανδιστικής εκστρατείας του αστικού καθεστώτος. Ακόμη και σ' εμάς έχει παρεισφρήσει η αμφιβολία: -"Μήπως δεν έχουμε δίκιο; Μήπως έχουμε μεν δίκιο, αλλά πού να τό 'βρουμε; Μήπως χρειάζεται η καλή μεταχείριση του κεφαλαίου, γιατί, όπως έλεγε ο Βίλι Μπραντ, αυτό είναι η γελάδα που θ' αρμέξουμε για τις κοινωνικές δαπάνες;". Αλλά και γι' αυτό το τελευταίο -το κατά Βίλλυ Μπραντ "άρμεγμα"-, το βασικό επιχείρημα των σοσιαλδημοκρατών του 20ού αιώνα, χρειάζεται η ηθική καταδίκη του κέρδους, ως θεμέλιο της επαχθούς φορολόγησής του. Η ηθική καταδίκη του κέρδους, δηλαδή η γνώση της εκμετάλλευσης, μας συνέδεε με τους σοσιαλδημοκράτες ως δύο μέρη του εργατικού κινήματος, κι έκανε δυνατές τις πολιτικές συνεργασίες (στην πραγματικότητα, μετά τον Πόλεμο, μόνο το Κοινό Πρόγραμμα της γαλλικής Αριστεράς). Μας συνέδεε ακόμη και με μεγάλα τμήματα του συντηρητικού αστικού πολιτικού κόσμου· μια συνέπεια της μεγάλης σύγκρουσης με τον φασισμό και τον ναζισμό στα μέσα του 20ού αιώνα: για πολλές δεκαετίες τα εγκληματικά καθεστώτα ήταν στην κοινή συνείδηση φυσικά απότοκα του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού. Ήταν και η ηθική θεμελίωση του κοινωνικού κράτους – αλλά όχι η αιτία του. Επίσης, αυτή ήταν και η ηθική θεμελίωση του σοσιαλισμού, δηλαδή της κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Αυτός ο σύνδεσμος με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις εξέλιπε ολωσδιόλου με την ήττα του ιστορικού κομμουνισμού και τη στροφή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τον "Τρίτο Δρόμο", τη θεωρία για το τέλος του εργατικού κινήματος, που την ασπάστηκε και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην Ελλάδα.
Δυστυχώς (δυστυχώς, γιατί αν ήταν βάσιμες οι αμφιβολίες κι είχαν δίκιο οι -παλιοί- σοσιαλδημοκράτες, θα ήταν όλα ευκολότερα σ' αυτόν τον κόσμο), δυστυχώς λοιπόν φάνηκε πώς έχουμε δίκιο. Χρειάστηκαν μόλις είκοσι χρόνια "ελεύθερης οικονομίας της αγοράς", για να αποδειχτεί πόσο αβάσιμα ήταν τα σοσιαλδημοκρατικά επιχειρήματα και τι καταστροφές μπορεί να επιφέρει ο καπιταλισμός, όταν οι καπιταλιστές "πάψουν να φοβούνται", όπως έγραψε ο Χομπσμπάουμ.
Κατά τη γνώμη μου, η τελευταία οικονομική κρίση και τα μέτρα που θα χρειαστεί να πάρουν τα κράτη για να τη δαμάσουν, δημιουργούν προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει μια ρωγμή στο ιδεολογικό οικοδόμημα που σταθεροποιήθηκε την τελευταία εικοσαετία.
Όπως και να δει κανείς την τρέχουσα οικονομική κρίση, κεντρική κατηγορία για την ανάλυσή της είναι το κέρδος. Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει μεγάλο νόημα η τυποποίηση των κρίσεων που επιχειρούν ορισμένοι μαρξιστές οικονομολόγοι, πολύ περισσότερο επειδή η συνήθης τυποποίηση παραβλέπει τον εγχρήματο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος και την ιδιαιτερότητα νομισματικών και πιστωτικών κρίσεων - η τυποποίηση μάλιστα εμποδίζει τη συγκεκριμένη διερεύνηση της εκάστοτε κρίσης. Ο Μαρξ μάς έμαθε ότι το ίδιο το εμπόρευμα, ο χωρισμός της παραγωγής από τη χρήση του προϊόντος της, περιέχει το σπέρμα της κρίσης· το χρήμα, η αφηρημένη έκφραση του εμπορεύματος και η αυτόνομη κίνησή του πολλαπλασιάζουν τις πιθανότητες της κρίσης. Στην καπιταλιστική παραγωγή -τη γενικευμένη εγχρήματη παραγωγή εμπορευμάτων με μισθωτή εργασία και με σκοπό το κέρδος- αυτός ο χωρισμός είναι τόσο απόλυτος ώστε κάθε κίνηση μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή, ιδίως στον σημερινό, όψιμο καπιταλισμό με τον αυτονομημένο χρηματοπιστωτικό τομέα. Σε αυτό το σύστημα, κινητήρια δύναμη είναι το κέρδος, που την απόσπασή του ο εκάστοτε καπιταλιστής (ή το εκάστοτε κεφάλαιο) δεν την πραγματοποιεί μόνο με τα "κλασικά" καπιταλιστικά μέσα, δηλαδή την αύξηση της υπεραξίας, αλλά με πραγματικές ληστρικές επιδρομές εναντίον άλλων καπιταλιστών, με δημιουργία "πυραμίδων" σαν εκείνες των απατεώνων προ ετών στην Αλβανία, αλλά όχι τέτοιες μίζερες: φαραωνικών διαστάσεων, νόμιμων ή σχεδόν νόμιμων, που παρασύρουν τους αφελείς ή -όπως έγινε με τα "δομημένα ομόλογα"- στις οποίες το κράτος (ή τμήματα του κράτους) διοχετεύει τα χρήματα του κοσμάκη. Τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τόσα που οι έλεγχοι και οι αυστηροί νόμοι έχουν αποδειχτεί ανεπαρκείς. Πού και πού μπαίνει κανένας φυλακή, ε και;
Η ανάλυση της τρέχουσας κρίσης και των αιτίων της, του τρόπου και της έντασης της επέκτασής της στους παραγωγικούς τομείς χρειάζεται βέβαια να γίνει, και είμαι βέβαιος ότι ήδη πολλοί ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι ακονίζουν τους υπολογιστές τους. Μαζί και δικοί μας, μαρξιστές οικονομολόγοι, οι οποίοι, τα τελευταία χρόνια που γίνεται πολύς λόγος για την "κρίση του μαρξισμού", έχουν εκλεπτύνει τα επιστημονικά εργαλεία τους. Αυτοί άλλωστε, οι μαρξιστές οικονομολόγοι, προειδοποιούσαν εδώ και καιρό για την επερχόμενη κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στην πολιτική και στην ιδεολογική σύγκρουση όμως μπορούμε και χρειάζεται από τώρα να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν πια οι προϋποθέσεις για να καταρρεύσουν δύο μύθοι.
Ο ένας μύθος είναι ότι "η οικονομία", δηλαδή οι καπιταλιστές, μπορούν μόνοι τους να τα καταφέρουν και δεν χρειάζεται το κράτος. Όμως, στην πραγματικότητα, το κράτος είναι πάντα παρόν, αυτό καταργεί και επαναφέρει ελέγχους και ρυθμίσεις, διευρύνει ή συρρικνώνει την παρουσία του. Στην παρούσα κρίση, το εντυπωσιακό είναι πόσο γρήγορα τα εθνικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης γράψανε στα παλιά τους τα παπούτσια τις δεσμεύσεις, τα σύμφωνα και τους κανόνες που προστατεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και απαγορεύουν τις επιδοτήσεις, που περιορίζουν τη δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων, με τι αποφασιστικότητα επανήλθε το εργαλείο της κρατικοποίησης, τη δυνατότητα της οποίας ο κ. Αλογοσκούφης ήθελε να εξαλείψει κιόλας από το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αλλά η επάνοδος του κράτους δεν σημαίνει και επάνοδο του κοινωνικού κράτους που γνώρισε το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Εκείνο ήταν αποτέλεσμα ειδικής συγκυρίας –προπάντων της ενίσχυσης της Αριστεράς (και του αντίπαλου δέους στην Ανατολή) μετά την κατανίκηση του φασισμού. Ούτε η επιδότηση τραπεζών είναι κεϋνσιανική αντικυκλική οικονομική πολιτική. Αυτή, μαλθουσιανή στην ιστορία των οικονομικών δογμάτων, απαιτεί διαφορετικού είδους κατεύθυνση των δημόσιων δαπανών, και απαντά, όπως απαντά, σε κρίσεις του οικονομικού κύκλου που οφείλονται σε ελλιπή ενεργό ζήτηση.
Ο δεύτερος μύθος λέει ότι το κέρδος είναι αναγκαίος παράγων για την ευημερία της ανθρωπότητας, και ότι μόνο εφόσον το πλεόνασμα της κοινωνικής παραγωγής το ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές –αυτό σημαίνει κέρδος–, μπορεί να υπάρξει κοινωνική ευημερία. Η υποτιθέμενη αναγκαιότητα του κέρδους, αν δεν ξεπλένει τον λεκέ της εκμετάλλευσης, τουλάχιστον τον κάνει αποδεκτό, κι επομένως η ανηθικότητα του κέρδους (η αυθαίρετη ιδιοποίηση του προϊόντος της δουλειάς άλλων) συγχωρείται. Αυτό για εμάς και τους σκοπούς μας είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως και για τους αντιπάλους μας. Η γνώση ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνική διαχείριση του πλεονάσματος της κοινωνικής παραγωγής, ότι μάλιστα η ιδιοποίηση του πλεονάσματος της κοινωνικής παραγωγής οδηγεί κάθε τόσο σε αδιέξοδο, δεν αρκεί. Οι επαναστατικές αλλαγές χρειάζονται την ψυχή των ανθρώπων. Χρειάζεται, δηλαδή, να ανακτήσουμε το ηθικό πλεονέκτημα που είχαμε αποκτήσει μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την οικονομική κρίση του 1929 και μετά την αντιφασιστική νίκη του 1945. Ευτυχώς, αυτή η δουλειά δεν χρειάζεται να γίνει στις ίδιες συνθήκες που έγινε τότε.
Η ηθική νίκη της Αριστεράς, δηλαδή η ηθική καταδίκη της εκμετάλλευσης και του καπιταλιστικού κέρδους, είναι ίσως λιγότερο δουλειά των πολιτικών μας εκπροσώπων, της ηγεσίας της Αριστεράς και του ριζοσπαστικού της λόγου. Άλλωστε, εκεί χρειάζεται και προβολή προτάσεων, και διαπραγμάτευση, ανάλογα με την ισχύ μας, για άμεσα μέτρα που απαμβλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης στις λαϊκές τάξεις, στους ανθρώπους μας δηλαδή.
Πολύ σημαντικότερη για τον σκοπό της ηθικής επικράτησής μας, κατά τη γνώμη μου, είναι η δραστηριότητα της αριστερής διανόησης, των γραφιάδων μας, των ανθρώπων στα αμφιθέατρα, πάνω στην έδρα και κάτω στο ακροατήριο. Αυτωνών η συνδρομή χρειάζεται σήμερα επειγόντως, γιατί χανόμαστε.
12/10/2008
Του Θοδωρου Παρασκευοπουλου
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο μάθημα των Δημόσιων Οικονομικών, στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου της τότε Δυτικής Γερμανίας, ένας συμφοιτητής μου είχε ρωτήσει για ποιον λόγο τα κέρδη των Νομικών Προσώπων φορολογούνται αυτοτελώς με τον ανώτατο συντελεστή (στη Γερμανία τότε ήταν 56%), ενώ τα άλλα εισοδήματα με την προοδευτική φορολογική κλίμακα, δηλαδή με αυξανόμενο συντελεστή ανάλογα με το ύψος τους. Εγώ, νεαρός κομμουνιστής τότε, το έβρισκα αυτονόητο, χωρίς να το έχω πολυσκεφτεί, και η απάντηση του καθηγητή (παλιού σοσιαλδημοκράτη) με εξέπληξε: -Γιατί τα κέρδη, είπε, δεν θεωρούνται εξίσου ηθικό εισόδημα όσο το εισόδημα από εργασία.
Ο Στέφανος Μάνος, πολύ αργότερα, πριν από λίγα χρόνια συγκεκριμένα, όταν το Χρηματιστήριο ήταν στα ντουζένια του, μου ξαναθύμισε πόσο σημαντική ήταν εκείνη η παρατήρηση του γερμανού καθηγητή. Ο Στέφανος Μάνος, λοιπόν, έλεγε τότε ότι η άνοδος του Χρηματιστηρίου και η μαζική, και παροδικά αποδοτική, τοποθέτηση χρημάτων σε μετοχές συνέβαλλε ώστε να αποενοχοποιηθεί το κέρδος. Το ίδιο, την αποενοχοποίηση του κέρδους, είχε βάλει σκοπό της δημοσιογραφίας του ο Γιάννης Μαρίνος, άλλοτε διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου. Με μεγάλη επιτυχία, όχι μόνος του βέβαια: πριν ακόμη από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ανατολή, είχε αρχίσει μια γιγάντια παγκόσμια προπαγανδιστική εκστρατεία για την κατάκτηση του νου· η απενοχοποίηση του κέρδους ήταν από τα κεντρικά της μελήματα. Η επιτυχία αυτής της εκστρατείας συνέβαλε ώστε στην Ελλάδα η φορολογική επιβάρυνση των κερδών (για τις Ανώνυμες Εταιρείες και τις ΕΠΕ) να έχει μειωθεί από 40% σε 25%, και να σχεδιάζεται φορολογική τους ελάφρυνση μέχρι το 20% σε πέντε χρόνια.
Το ότι στα εγχειρίδια της οικονομικής επιστήμης επέστρεψε ο γελοίος "τριαδικός τύπος" για την παραγωγή και τα εισοδήματα (κεφάλαιο, εργασία, γη), ότι μάλιστα ανακαλύφθηκε νέος συντελεστής της παραγωγής (η "επιχειρηματικότητα"), και επομένως νέα πηγή εισοδήματος που δικαιολογεί τις αστρονομικές αμοιβές των μάνατζερ, κι αυτά χωρίς να πέσει μεγάλο κράξιμο, είναι χαρακτηριστικό της επιτυχίας αυτής της εκστρατείας: τα κέρδη των καπιταλιστών και οι στοκ-όπσιον των μάνατζερ εξομοιώθηκαν από ηθικής απόψεως με τον μισθό.
Τη σημασία της παρατήρησης του δασκάλου μου για τον ανήθικο χαρακτήρα του κέρδους μού την έφερε πάλι στο νου, πριν από λίγο καιρό, ο Μπάμπης Γεωργούλας με ένα σημείο του άρθρου του στην Εποχή (21.9.2008). Με το άρθρο εκείνο ο Γεωργούλας απαντούσε σημείο προς σημείο -μια παλιά τέχνη της Αριστεράς, που την έχουμε μισοξεχάσει- στα όσα είπε ο Γιώργος Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη. Μια και το έφερε η κουβέντα, το άρθρο του Γεωργούλα θα άξιζε να ανατυπωθεί και να μοιραστεί στους ανθρώπους του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., για την καθημερινή πολιτική επιχειρηματολογία τους. Γράφει, λοιπόν, ο Γεωργούλας στην Εποχή:
"Ο Γ. Παπανδρέου υποσχέθηκε ενιαία φορολογική κλίμακα για όλα τα εισοδήματα, ανεξάρτητα από ποια πηγή προέρχονται. Το έκανε, όπως είπε, γιατί είναι άδικο να φορολογείται με δυσμενέστερο τρόπο ο χαμηλόμισθος με τον πλούσιο. Δυστυχώς γι' αυτόν, και θεωρητικά και στην πράξη, εκείνο που διασφαλίζει την ευμενέστερη μεταχείριση των χαμηλών εισοδημάτων είναι η διαφοροποίηση του τρόπου φορολόγησης των εισοδημάτων ανάλογα με την πηγή: με ευμενέστερες φορολογικές κλίμακες για τους μισθούς και επαχθέστερες για τα κέρδη. Δεν το θέλει αυτό το ΠΑΣΟΚ;".
Έχω τη γνώμη ότι το γεγονός πως δεν επιμείναμε σε αυτό το ζήτημα, απαντώντας στον Γ. Παπανδρέου, αλλά ούτε και στη συζήτηση του φορολογικού νομοσχεδίου στη Βουλή (αυτό ωστόσο δεν μειώνει τη λαμπρή παρουσία της κοινοβουλευτικής μας ομάδας εκεί), έχει να κάνει με την επιτυχία αυτής της προπαγανδιστικής εκστρατείας του αστικού καθεστώτος. Ακόμη και σ' εμάς έχει παρεισφρήσει η αμφιβολία: -"Μήπως δεν έχουμε δίκιο; Μήπως έχουμε μεν δίκιο, αλλά πού να τό 'βρουμε; Μήπως χρειάζεται η καλή μεταχείριση του κεφαλαίου, γιατί, όπως έλεγε ο Βίλι Μπραντ, αυτό είναι η γελάδα που θ' αρμέξουμε για τις κοινωνικές δαπάνες;". Αλλά και γι' αυτό το τελευταίο -το κατά Βίλλυ Μπραντ "άρμεγμα"-, το βασικό επιχείρημα των σοσιαλδημοκρατών του 20ού αιώνα, χρειάζεται η ηθική καταδίκη του κέρδους, ως θεμέλιο της επαχθούς φορολόγησής του. Η ηθική καταδίκη του κέρδους, δηλαδή η γνώση της εκμετάλλευσης, μας συνέδεε με τους σοσιαλδημοκράτες ως δύο μέρη του εργατικού κινήματος, κι έκανε δυνατές τις πολιτικές συνεργασίες (στην πραγματικότητα, μετά τον Πόλεμο, μόνο το Κοινό Πρόγραμμα της γαλλικής Αριστεράς). Μας συνέδεε ακόμη και με μεγάλα τμήματα του συντηρητικού αστικού πολιτικού κόσμου· μια συνέπεια της μεγάλης σύγκρουσης με τον φασισμό και τον ναζισμό στα μέσα του 20ού αιώνα: για πολλές δεκαετίες τα εγκληματικά καθεστώτα ήταν στην κοινή συνείδηση φυσικά απότοκα του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού. Ήταν και η ηθική θεμελίωση του κοινωνικού κράτους – αλλά όχι η αιτία του. Επίσης, αυτή ήταν και η ηθική θεμελίωση του σοσιαλισμού, δηλαδή της κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Αυτός ο σύνδεσμος με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις εξέλιπε ολωσδιόλου με την ήττα του ιστορικού κομμουνισμού και τη στροφή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τον "Τρίτο Δρόμο", τη θεωρία για το τέλος του εργατικού κινήματος, που την ασπάστηκε και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην Ελλάδα.
Δυστυχώς (δυστυχώς, γιατί αν ήταν βάσιμες οι αμφιβολίες κι είχαν δίκιο οι -παλιοί- σοσιαλδημοκράτες, θα ήταν όλα ευκολότερα σ' αυτόν τον κόσμο), δυστυχώς λοιπόν φάνηκε πώς έχουμε δίκιο. Χρειάστηκαν μόλις είκοσι χρόνια "ελεύθερης οικονομίας της αγοράς", για να αποδειχτεί πόσο αβάσιμα ήταν τα σοσιαλδημοκρατικά επιχειρήματα και τι καταστροφές μπορεί να επιφέρει ο καπιταλισμός, όταν οι καπιταλιστές "πάψουν να φοβούνται", όπως έγραψε ο Χομπσμπάουμ.
Κατά τη γνώμη μου, η τελευταία οικονομική κρίση και τα μέτρα που θα χρειαστεί να πάρουν τα κράτη για να τη δαμάσουν, δημιουργούν προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει μια ρωγμή στο ιδεολογικό οικοδόμημα που σταθεροποιήθηκε την τελευταία εικοσαετία.
Όπως και να δει κανείς την τρέχουσα οικονομική κρίση, κεντρική κατηγορία για την ανάλυσή της είναι το κέρδος. Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει μεγάλο νόημα η τυποποίηση των κρίσεων που επιχειρούν ορισμένοι μαρξιστές οικονομολόγοι, πολύ περισσότερο επειδή η συνήθης τυποποίηση παραβλέπει τον εγχρήματο χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος και την ιδιαιτερότητα νομισματικών και πιστωτικών κρίσεων - η τυποποίηση μάλιστα εμποδίζει τη συγκεκριμένη διερεύνηση της εκάστοτε κρίσης. Ο Μαρξ μάς έμαθε ότι το ίδιο το εμπόρευμα, ο χωρισμός της παραγωγής από τη χρήση του προϊόντος της, περιέχει το σπέρμα της κρίσης· το χρήμα, η αφηρημένη έκφραση του εμπορεύματος και η αυτόνομη κίνησή του πολλαπλασιάζουν τις πιθανότητες της κρίσης. Στην καπιταλιστική παραγωγή -τη γενικευμένη εγχρήματη παραγωγή εμπορευμάτων με μισθωτή εργασία και με σκοπό το κέρδος- αυτός ο χωρισμός είναι τόσο απόλυτος ώστε κάθε κίνηση μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή, ιδίως στον σημερινό, όψιμο καπιταλισμό με τον αυτονομημένο χρηματοπιστωτικό τομέα. Σε αυτό το σύστημα, κινητήρια δύναμη είναι το κέρδος, που την απόσπασή του ο εκάστοτε καπιταλιστής (ή το εκάστοτε κεφάλαιο) δεν την πραγματοποιεί μόνο με τα "κλασικά" καπιταλιστικά μέσα, δηλαδή την αύξηση της υπεραξίας, αλλά με πραγματικές ληστρικές επιδρομές εναντίον άλλων καπιταλιστών, με δημιουργία "πυραμίδων" σαν εκείνες των απατεώνων προ ετών στην Αλβανία, αλλά όχι τέτοιες μίζερες: φαραωνικών διαστάσεων, νόμιμων ή σχεδόν νόμιμων, που παρασύρουν τους αφελείς ή -όπως έγινε με τα "δομημένα ομόλογα"- στις οποίες το κράτος (ή τμήματα του κράτους) διοχετεύει τα χρήματα του κοσμάκη. Τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι τόσα που οι έλεγχοι και οι αυστηροί νόμοι έχουν αποδειχτεί ανεπαρκείς. Πού και πού μπαίνει κανένας φυλακή, ε και;
Η ανάλυση της τρέχουσας κρίσης και των αιτίων της, του τρόπου και της έντασης της επέκτασής της στους παραγωγικούς τομείς χρειάζεται βέβαια να γίνει, και είμαι βέβαιος ότι ήδη πολλοί ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι ακονίζουν τους υπολογιστές τους. Μαζί και δικοί μας, μαρξιστές οικονομολόγοι, οι οποίοι, τα τελευταία χρόνια που γίνεται πολύς λόγος για την "κρίση του μαρξισμού", έχουν εκλεπτύνει τα επιστημονικά εργαλεία τους. Αυτοί άλλωστε, οι μαρξιστές οικονομολόγοι, προειδοποιούσαν εδώ και καιρό για την επερχόμενη κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στην πολιτική και στην ιδεολογική σύγκρουση όμως μπορούμε και χρειάζεται από τώρα να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν πια οι προϋποθέσεις για να καταρρεύσουν δύο μύθοι.
Ο ένας μύθος είναι ότι "η οικονομία", δηλαδή οι καπιταλιστές, μπορούν μόνοι τους να τα καταφέρουν και δεν χρειάζεται το κράτος. Όμως, στην πραγματικότητα, το κράτος είναι πάντα παρόν, αυτό καταργεί και επαναφέρει ελέγχους και ρυθμίσεις, διευρύνει ή συρρικνώνει την παρουσία του. Στην παρούσα κρίση, το εντυπωσιακό είναι πόσο γρήγορα τα εθνικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης γράψανε στα παλιά τους τα παπούτσια τις δεσμεύσεις, τα σύμφωνα και τους κανόνες που προστατεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και απαγορεύουν τις επιδοτήσεις, που περιορίζουν τη δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων, με τι αποφασιστικότητα επανήλθε το εργαλείο της κρατικοποίησης, τη δυνατότητα της οποίας ο κ. Αλογοσκούφης ήθελε να εξαλείψει κιόλας από το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αλλά η επάνοδος του κράτους δεν σημαίνει και επάνοδο του κοινωνικού κράτους που γνώρισε το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Εκείνο ήταν αποτέλεσμα ειδικής συγκυρίας –προπάντων της ενίσχυσης της Αριστεράς (και του αντίπαλου δέους στην Ανατολή) μετά την κατανίκηση του φασισμού. Ούτε η επιδότηση τραπεζών είναι κεϋνσιανική αντικυκλική οικονομική πολιτική. Αυτή, μαλθουσιανή στην ιστορία των οικονομικών δογμάτων, απαιτεί διαφορετικού είδους κατεύθυνση των δημόσιων δαπανών, και απαντά, όπως απαντά, σε κρίσεις του οικονομικού κύκλου που οφείλονται σε ελλιπή ενεργό ζήτηση.
Ο δεύτερος μύθος λέει ότι το κέρδος είναι αναγκαίος παράγων για την ευημερία της ανθρωπότητας, και ότι μόνο εφόσον το πλεόνασμα της κοινωνικής παραγωγής το ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές –αυτό σημαίνει κέρδος–, μπορεί να υπάρξει κοινωνική ευημερία. Η υποτιθέμενη αναγκαιότητα του κέρδους, αν δεν ξεπλένει τον λεκέ της εκμετάλλευσης, τουλάχιστον τον κάνει αποδεκτό, κι επομένως η ανηθικότητα του κέρδους (η αυθαίρετη ιδιοποίηση του προϊόντος της δουλειάς άλλων) συγχωρείται. Αυτό για εμάς και τους σκοπούς μας είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως και για τους αντιπάλους μας. Η γνώση ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνική διαχείριση του πλεονάσματος της κοινωνικής παραγωγής, ότι μάλιστα η ιδιοποίηση του πλεονάσματος της κοινωνικής παραγωγής οδηγεί κάθε τόσο σε αδιέξοδο, δεν αρκεί. Οι επαναστατικές αλλαγές χρειάζονται την ψυχή των ανθρώπων. Χρειάζεται, δηλαδή, να ανακτήσουμε το ηθικό πλεονέκτημα που είχαμε αποκτήσει μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά την οικονομική κρίση του 1929 και μετά την αντιφασιστική νίκη του 1945. Ευτυχώς, αυτή η δουλειά δεν χρειάζεται να γίνει στις ίδιες συνθήκες που έγινε τότε.
Η ηθική νίκη της Αριστεράς, δηλαδή η ηθική καταδίκη της εκμετάλλευσης και του καπιταλιστικού κέρδους, είναι ίσως λιγότερο δουλειά των πολιτικών μας εκπροσώπων, της ηγεσίας της Αριστεράς και του ριζοσπαστικού της λόγου. Άλλωστε, εκεί χρειάζεται και προβολή προτάσεων, και διαπραγμάτευση, ανάλογα με την ισχύ μας, για άμεσα μέτρα που απαμβλύνουν τις επιπτώσεις της κρίσης στις λαϊκές τάξεις, στους ανθρώπους μας δηλαδή.
Πολύ σημαντικότερη για τον σκοπό της ηθικής επικράτησής μας, κατά τη γνώμη μου, είναι η δραστηριότητα της αριστερής διανόησης, των γραφιάδων μας, των ανθρώπων στα αμφιθέατρα, πάνω στην έδρα και κάτω στο ακροατήριο. Αυτωνών η συνδρομή χρειάζεται σήμερα επειγόντως, γιατί χανόμαστε.