Έχει μέλλον ο σχεδιασμός του χώρου στην Ελλάδα σήμερα;της Ράνιας ΚλουτσινιώτηΣτον κύκλο της μεταπολίτευσης, σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, οι προσπάθειες για τον σχεδιασμό και τη ρύθμιση του χώρου λειτούργησαν με γνώμονα τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος, την ισόρροπη ανάπτυξη και την περιφερειακή αποκέντρωση, την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και την οικιστική αναβάθμιση. Όσοι σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με αυτές, όπως στελέχη της δημόσιας διοίκησης, ελεύθεροι επαγγελματίες, πανεπιστημιακοί, είχαν λίγο πολύ κοινές αφετηρίες και αναζητήσεις. Συχνά μάλιστα θεσμοθετήθηκαν ρυθμίσεις –προωθημένες για τις «δικές μας» ελληνικές πρακτικές–, στηριζόμενες σε ανάλογες διατυπώσεις στα ευρωπαϊκά κείμενα, που σκοπό είχαν να προστατεύουν αποτελεσματικότερα το περιβάλλον.
Μπορεί να είναι κανείς ευχαριστημένος από τις πενιχρές επιτυχίες του παρελθόντος; Ασφαλώς και όχι, δίχως βέβαια να μηδενίζονται τα θετικά αποτελέσματα, κυρίως στους τομείς της νομοθετικής μέριμνας, της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και της περιφερειακής αποκέντρωσης, όποια μορφή και εάν πήρε η τελευταία. Συγχρόνως όμως δεν θα πρέπει να υποτιμάται το ειδικό βάρος που φέρει η πλήρης αποτυχία στους τομείς της ισόρροπης ανάπτυξης των δραστηριοτήτων και της οικιστικής εξάπλωσης, η οποία κατέληξε να χαρακτηρίζεται από γενικευμένη κακή ποιότητα αστικού και εξωαστικού χώρου και επαναλαμβανόμενες γενιές αυθαιρέτων, που νομιμοποιούνται με τη σειρά τους. Η αγωνιώδης αναζήτηση ενός βιώσιμου μέλλοντος δεν μας παρέχει το δικαίωμα να ολισθήσουμε προς την παγίδα της εξιδανίκευσης του παρελθόντος.
Όμως, όπως και οι άνθρωποι, ο χώρος αποκτά καθημερινά την ιστορία του και αυτή καταγράφεται πάνω στο δέρμα της γης, με τις ουλές και τις ρυτίδες της. Όσον αφορά στο μέλλον –ανεξάρτητα από τις συγκυρίες αλλά και μέσα σε αυτές– αυτή η κρίση που περνάμε θα αφήσει τις δικές της ουλές και ρυτίδες στον χώρο. Και είναι κρίμα που η οικονομική κρίση επιβάλλει βίαια και ισοπεδωτικά την προσαρμογή σε ένα λιγότερο σπάταλο μοντέλο κατανάλωσης του χώρου, μοντέλο που η πολιτική και οι πολιτικοί στα λόγια ευαγγελίζονταν, αλλά ποτέ δεν είχαν την τόλμη να πριμοδοτήσουν επαρκώς, ώστε να εφαρμόζεται. Αν γενικότερα η προσαρμογή σε ένα λιγότερο σπάταλο μοντέλο ζωής είχε γίνει σταδιακά και με πρόγραμμα, οι κραδασμοί θα ήταν πολύ λιγότεροι και τα αποτελέσματα ασφαλώς πολύ καλύτερα για όλους.
Το τελευταίο διάστημα υπήρξαμε μάρτυρες της κατάρρευσης της αξιοπιστίας του πολιτικού μας συστήματος. Εύλογα λοιπόν αναρωτιόμαστε: Είναι δυνατόν, σε περίοδο γενικευμένης απορύθμισης, να αναμένουμε θετικά αποτελέσματα στο πεδίο «ρύθμιση του χώρου»; Και μάλιστα ενόσω η κρίση από οικονομική έχει μετατραπεί σε πολυεπίπεδη και πολύπλευρη, με συνεχώς μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά.
Οι «νέες ιδέες» που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στα θέματα του χώρου ως κυβερνητικές επιλογές, με τις οποίες επιχειρείται αποσπασματικά να αναστραφεί η δυναμική των ολοένα πιο γρήγορων και ανεξέλεγκτων επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, είναι δυστυχώς πολύ παλιές. Οι «νέες ιδέες» συντίθενται από ένα σώμα θεσμικών πρωτοβουλιών που –ηθελημένα ή προσχηματικά–, εάν εφαρμοστούν, καταλήγουν να επιτείνουν δραματικά τις αρνητικές επιπτώσεις στους φυσικούς πόρους, το περιβάλλον και το τοπίο. Με το σύνολο των πρόσφατων νομοθετημάτων βρισκόμαστε εμπρός σε γενικευμένη και πρωτοφανή επίθεση εναντίον της ποιότητας του αστικού και του υπαίθριου χώρου. Τι να πρωτοαναφερθεί;
Ο Νόμος για τα Επιχειρηματικά Πάρκα (Ιούνιος 2011), για τα Δημόσια Aκίνητα και τις Ιδιωτικοποιήσεις (Ιούλιος 2011), για τον Τουρισμό και τα Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα (Αύγουστος 2011), για τη νομιμοποίηση των παντός είδους Αυθαιρέτων Kατασκευών (Σεπτέμβριος 2011), για τις Οικοδομικές Άδειες Δόμησης (Νοέμβριος 2011). Κάθε μήνα και ένας νέος απορυθμιστικός νόμος, όπου, στο όνομα της αποτελεσματικότητας, προβλέπονται fast track διαδικασίας αδειοδότησης, με τις οποίες επιχειρείται να «θωρακιστεί» καλύτερα η Δημόσια Διοίκηση απέναντι στο ΣτΕ, σε σχέση με το ισχύον συμβατικό πλαίσιο!
Εγείρονται όμως εύλογα ερωτήματα, πέρα από την ικανοποίηση των αιτημάτων που θέτει η αποκαλούμενη αγορά: Στους κυβερνητικούς προγραμματισμούς υπάρχει συνεκτικότητα ή αναφορά σε κάποιο συνολικό πλαίσιο; Για παράδειγμα, πώς συνδέονται όλα αυτά με την καλλικράτεια διοικητική μεταρρύθμιση; Πώς θα συνυπάρξουν οι μεγάλες επενδύσεις –εάν βεβαίως πραγματοποιηθούν– στις Ειδικές Οικονομικές Ζώνες ή η προωθούμενη ως επιθυμητή εντατική εκμετάλλευση του θαλάσσιου χώρου (ιχθυοκαλλιέργειες, μεγέθυνση του κλάδου της κρουαζιέρας) ή ακόμη και οι επιχειρούμενες να χωροθετηθούν για πρώτη φορά δραστηριότητες σε αυτόν (αιολικά πάρκα, εντατική τουριστική δραστηριότητα), δίχως συνολικό όραμα ή τουλάχιστον συνολική αντίληψη;
Η εφαρμογή όλων αυτών των μέτρων, ώστε τα αποτελέσματα να μην είναι καταστροφικά και κυρίως μη αναστρέψιμα για τον χώρο και το περιβάλλον, απαιτεί κριτήρια και κάποιου είδους σχεδιασμό. Μπορεί να σχεδιαστεί και να προχωρήσει στην Ελλάδα σήμερα τέτοιο πρόγραμμα; Φοβούμαι ότι σήμερα το μόνο ερώτημα που τίθεται, και που μένει και αυτό να απαντηθεί, είναι εάν είναι δυνατή η αποκατάσταση μιας στοιχειώδους έστω λειτουργίας του κράτους, ερώτημα που απέχει μυριάδες λεύγες από την επιδιωκόμενη σε κανονικές συνθήκες υγιή ρυθμιστική του λειτουργία.
Αλλά, και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το θεσμικό πλαίσιο της οποίας επιχειρήθηκε ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής νομοθεσίας στα θέματα του χώρου και του περιβάλλοντος, μέσα από την αποκληθείσα «ελληνική κρίση», σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα αναδύθηκε ένα πελώριο έλλειμμα αλληλεγγύης, που πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι δεν έχει γίνει κτήμα των πολιτικών η ανάγκη για ισονομία και σύμμετρη βιώσιμη ανάπτυξη για τους πολίτες της. Στο προ της κρίσης χρονικό διάστημα της εικοσαετίας, σχεδιάστηκε ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος με τη θέσπιση του ευρω-χωροταξικού, καθόλου στραμμένου σε περιφρουρήσεις εθνικών συνόρων και περιχαρακώσεων, ενώ συγχρόνως αποδόθηκαν ορισμένες ουσιαστικές, αλλά περιορισμένες αρμοδιότητες στο Ευρωκοινοβούλιο, όπως και στο Συμβούλιο των Περιφερειών. Τώρα, στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων διαβάζουμε –όχι δίχως λόγο, βέβαια– επικεφαλίδες του τύπου «προετοιμάζουν διακοσμητικά εθνικά κοινοβούλια στην Ευρώπη». Η ποιότητα ζωής, που επιχειρείται να διασφαλιστεί από τη χωροταξική και πολεοδομική πρακτική, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη λειτουργία των δομών, ευρωπαϊκών, κρατικών, περιφερειακών, τοπικοαυτοδιοικητικών και όταν αυτές δεν λειτουργούν, με στοιχειώδη συνέχεια και συνέπεια, διαμορφώνονται συνθήκες οι οποίες εγείρουν σειρά ερωτημάτων για τον σχεδιασμό, τη συνοχή των στοιχείων του, τους στόχους των αποφάσεων που λαμβάνονται και την υλοποίηση όλων όσων εκάστοτε προτείνονται. Από την καθημερινή εμπειρία όλων μας, αυτήν τη στιγμή στη χώρα μας, περισσότερο από ποτέ, τα διαλυτικά φαινόμενα είναι απολύτως ορατά και οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον έντονα αρνητικές.
Η διατήρηση της στοιχειώδους αξιοπιστίας μας ως αριστερών ενεργών πολιτών επιβάλλει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις και να ενημερώσουμε την κοινωνία, όχι μόνον για τις βέβαιες, αλλά και για τις πιθανές επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και στην καθημερινότητα των πολιτών, πράγμα που πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν κάνουμε με επάρκεια και πάντως δεν το κάνουμε συντεταγμένα. Έχω την αίσθηση ότι προς το παρόν παραμένουμε έκπληκτοι και βουβοί παρατηρητές, ανίκανοι να μεταδώσουμε τη σχετική πληροφορία στις επόμενες γενιές.
Η συμβολή τους στην οργάνωση ενός νέου μοντέλου στα θέματα του χώρου και της ανάπτυξης θα είναι σημαντική, στο βαθμό που η κατανόηση θα συνδυαστεί με την εξειδίκευση των επιπτώσεων και των αναγκαίων επανορθωτικών μέτρων από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Οι επόμενες γενιές θα έχουν το σημαντικό έργο να προσπαθήσουν να επουλώσουν τις ουλές και τις ρυτίδες που η παρούσα κρίση θα αφήσει στο σώμα της χώρας και της Ευρώπης. Με την ελπίδα ότι δεν θα απαιτηθεί να επουλωθούν τα ερείπια ενός πολέμου, όπως έγινε με την προηγούμενη μεγάλη κρίση του 1930…
Η Ράνια Κλουτσινιώτη είναι αρχιτέκτονας-πολεοδόμος. Ο προβληματισμός που διατυπώνεται στο άρθρο αναπτύχθηκε σε ανακοίνωσή της στην ημερίδα του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών, στις 12.12.2011.
Πηγή:
Ενθέματα